• Αρχική
  • Τομείς - Τμήμα Γεωλογίας Σχολή Θετικών Επιστημών, Department of Geology, University of Patras

Η τύρφη είναι ένα χαλαρό, οργανογενές (οργανικής προέλευσης) και οργανικό (οργανικής σύστασης) καύσιμο ίζημα, που σχηματίζεται με συσσώρευση περισσότερο ή λιγότερο αποσυντεθειμένων και χουμιωμένων φυτικών συστατικών στα έλη και σε συνθήκες έλλειψης ατμοσφαιρικού αέρα. Ο σχηματισμός και η απόθεση τύρφης αναφέρονται ως τυρφογένεση. Σε φυσική κατάσταση η περιεκτικότητα της τύρφης σε νερό είναι >75% κ.β. και σε ανόργανα συστατικά <50% κ.β. (στην ξηρή μάζα). Η τύρφη αποτελεί το αρχικό ίζημα, από το οποίο προέρχονται όλοι οι άλλοι γαιάνθρακες.

Έλος είναι εδαφική έκταση, στην οποία μόνιμα λιμνάζουν αβαθή νερά. Έλη σχηματίζονται συνήθως εκεί, όπου συρρέουν όμβρια, πηγαία ή επιφανειακά νερά και εμποδίζεται η απορροή τους από γεωμορφολογικούς κυρίως παράγοντες. Για να σχηματιστεί ένα έλος, πρέπει να ισχύει η γενική σχέση: Ε+ Β³ ΕΑ + Κ + ΕΔ, όπου Ε: η ποσότητα επιφανειακού νερού που κατ’ έτος εισρέει στο έλος, Β: η ποσότητα των ετήσιων μετεωρικών κατακρημνισμάτων, ΕΑ: η ποσότητα που κατ’ έτος απορρέει επιφανειακά από το έλος, Κ: η ποσότητα νερού που κατ’ έτος κατεισδύει, ΕΔ: η ποσότητα που εξατμίζεται και διαπνέεται στην ατμόσφαιρα μέσα σε ένα έτος. Η διαφορά μεταξύ των μελών της ανισότητας δίνει την ποσότητα νερού που συγκρατείται στο έλος κάθε χρόνο.

Στα έλη αναπτύσσεται πλούσια βλάστηση, που διακρίνεται σε ελόβια και υδρόβια. Τα ελόβια φυτά αναπτύσσονται στα μέρη του έλους, στα οποία η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα είναι κοντά στην εδαφική επιφάνεια (λίγο πιο πάνω ή λίγο πιο κάτω από αυτήν), ενώ σε πιο βαθιά νερά ευδοκιμούν τα υδρόβια φυτά. Από τα ελόβια κι εν μέρει τα υδρόβια φυτά και τα υπολείμματά τους προέρχονται τα φυτικά συστατικά, που συνιστούν την τύρφη.

Ελος, στο οποίο έχει αποτεθεί τύρφη ή ακολουθία στρωμάτων τύρφης με ενδεχόμενη συμμετοχή και άλλων οργανικών ιζημάτων, συνολικού πάχους τουλάχιστον 30 cm, καλείται τυρφώνας.

Ανάλογα με τη μορφολογία και γενικά τον τρόπο σχηματισμού τους - τα έλη και κατ' επέκταση και - οι τυρφώνες διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

χαμηλοί ή κατω-τυρφώνες, που σχηματίζονται σε τοπογραφικά χαμηλές περιοχές, όπου συγκεντρώνονται και λιμνάζουν νερά. Επειδή η γένεσή τους εξαρτάται από την τοπογραφία, λέγονται και τοπογενείς. Η τροφοδοσία τους γίνεται με επιφανειακά και υπόγεια νερά, πλούσια σε ανόργανα, θρεπτικά για τα φυτά συστατικά, γι' αυτό χαρακτηρίζονται ευτροφικοί.

υψηλοί ή ανω-τυρφώνες, των οποίων η επιφάνεια βρίσκεται υψηλότερα από τη μέση εδαφική στάθμη της γύρω περιοχής. Η τροφοδοσία τους γίνεται αποκλειστικά με μετεωρικά κατακρημνίσματα, γι' αυτό και καλούνται ομβρογενείς ή ομβροτροφικοί. Λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας των μετεωρικών κατακρημνισμάτων σε θρεπτικά συστατικά, χαρακτηρίζονται ολιγοτροφικοί και διαθέτουν βλάστηση πενιχρή από πλευράς ειδών. Στις εύκρατες περιοχές η βλάστηση αποτελείται κυρίως από βρυόφυτα με κύριους εκπροσώπους τα σφάγνα.

ενδιάμεσοι ή μεταβατικοί τυρφώνες αναπτύσσονται συνήθως στις όχθες δυστροφικών λιμνών ή στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξης ενός τοπογενούς τυρφώνα, που λόγω ευνοϊκών κλιματικών συνθηκών μετατρέπεται σταδιακά σε ομβρογενή. Οι οικολογικές συνθήκες, η βλάστηση, οι αποθέσεις κλπ. διαθέτουν χαρακτηριστικά και των δύο άλλων τύπων. Η έκταση, το πάχος και η σημασία τους είναι πολύ περιορισμένες.

Ελόβια Φυτά | Φωτογραφίες

Ελόβια Φυτά | Φωτογραφίες

Butomus umbellatus

Butomus umbellatus

Carex flacca 01

Carex flacca 01

Carex flacca 02

Carex flacca 02

Cladium mariscus 01

Cladium mariscus 01

Cladium mariscus 02

Cladium mariscus 02

Cyperus longus 01

Cyperus longus 01

Cyperus longus 02

Cyperus longus 02

Eriophorum

Eriophorum

Eriophorum vaginatum

Eriophorum vaginatum

Juncus communis

Juncus communis

Iris pseudacorus

Iris pseudacorus

Lythrum salicaria

Lythrum salicaria

Scirpus lacustris 01

Scirpus lacustris 01

Scirpus lacustris 02

Scirpus lacustris 02

Sphagnum

Sphagnum

Υδρόβια Φυτά | Φωτογραφίες

Υδρόβια Φυτά | Φωτογραφίες

Azzola filiculoides

Azzola filiculoides

Nymphaea alba 01

Nymphaea alba 01

Nymphaea alba 02

Nymphaea alba 02

Έλη και Τυρφώνες στην Ελλάδα

Έλη και Τυρφώνες στην Ελλάδα

Τα περισσότερα έλη και κοιτάσματα τύρφης του Ελληνικού χώρου ανήκουν στην κατηγορία των κατω-τυρφώνων. Οι κλιματικές συνθήκες δεν επέτρεψαν τη γένεση ανω-τυρφώνων. Σε ορεινές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας έχουν εντοπιστεί ενδιάμεσα έλη και τυρφώνες (περιοχές Ελατιάς, Λαϊλιά, Βόρα) περιορισμένης έκτασης και πάχους.

Σε πολλούς τυρφώνες διακόπηκε η τυρφογένεση με την αποξήρανσή τους πριν από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στις πρώτες δεκαετίες που ακολούθησαν, όπως στους Φιλίππους, την Κορώνη, την Αγουλινίτσα, στις εκβολές των ποταμών Αξιού, Αλιάκμονα και Αχελώου. Σε άλλους πάλι η τυρφογένεση συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όπως π.χ. στις όχθες των λιμνών Χειμαδίτιδας, Μικρής Πρέσπας, Παμβώτιδας, στα έλη Νησιού, Καλοδικίου, Κεριού.

Τα σημαντικότερα γνωστά κοιτάσματα τύρφης είναι αυτά των Φιλίππων (Αν. Μακεδονία), του Νησιού (Ν. Πέλλας), του Καλοδικίου (Ν. Θεσπρωτίας) και της Κορώνης (Ν. Πρέβεζας).


Σχηματικός χάρτης της Ελλάδας με τα σημαντικότερα έλη (κύκλοι), υπάρχοντες τυρφώνες (τετράγωνα) και κατεστραμμένεους τυρφώνες (τρίγωνα):

    1: Ελατιά,

    2: Λαϊλιάς,

    3: Φίλιπποι,

    4: Νησί,

    5: Καλή Πεδιάδα,

    6: Βόρας,

    7: ΜικρήΠρέσπα,

    8: Χειμαδίτιδα,

    9: Ιωάννινα,

    10:Καλοδίκι,

    11: Κορώνη,

    12: Βουλκαριά,

    13:Κατούνα,

    14: Κερί,

    15: Αγουλινίτσα,

    16:Χωτούσα,

    17: Άγιος Φλώρος,

    18: Κωπαΐδα.

Φίλιπποι:Η ενδοηπειρωτική λεκάνη Δράμας-Φιλίππων σχηματίστηκε κατά το Ανω-Μειόκαινο μέχρι Κατω-Πλειόκαινο από την τεκτονική βύθιση τμήματος της κρυσταλλοσχιστώδους μάζας της Ροδόπης. Στο νότιο τμήμα, στην επιμέρους λεκάνη των Φιλίππων διατηρήθηκαν κατά τα τελευταία 700.000 χρόνια περίπου οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την τυρφογένεση με αποτέλεσμα να σχηματιστεί το μεγαλύτερο σε πάχος (>190 m) κοίτασμα τύρφης στον κόσμο. Διακρίνονται δύο στιβάδες τυρφωδών στρωμάτων: η ανώτερη, που δεν περικλείει ενδιάμεσες αποθέσεις, έχει μέγιστο πάχος 68 m, μέση υγρασία 86%, κατώτερη θερμαντική ικανότητα (Κ.Θ.Ι.) 5.400 kcal/kg (επί ξηρής και ελεύθερης τέφρας τύρφης), και η κατώτερη στιβάδα με συνολικό μέγιστο πάχος 134 m, από τα οποία το αθροιστικό πάχος των οργανογενών αποθέσεων ανέρχεται σε 98 m, μέση υγρασία 68% και Κ.Θ.Ι. 5.800 kcal/kg.

Στους βαθύτερους ορίζοντες του κοιτάσματος η ενανθράκωση είναι εντονότερη με αποτέλεσμα η τύρφη να μεταπίπτει σε μαλακό λιγνίτη. Τα βέβαια γεωλογικά αποθέματα υπολογίστηκαν σε 4.300 Μm3, που αντιστοιχούν σε ένα δισεκατομμύριο τόνους τύρφης χωρίς υγρασία.

Στις αρχές της δεκατίας του '70 σχεδιάστηκε η εκμετάλλευση του ανώτερου τμήματος του κοιτάσματος μέχρι βάθους 13 m. Προβλεπόταν η εξόρυξη περίπου 360 Μm3, που αντιστοιχoύν σε 75 Μt ξηρής τύρφης, ποσότητα ικανή να τροφοδοτήσει σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής συνολικής ισχύος 375 ΜW για 25 χρόνια. Το έργο εγκαταλήφθηκε εξαιτίας αντιδράσεων των κατοίκων της περιοχής. Αν βέβαια προχωρήσει η εξόρυξη του γειτονικού λιγνιτικού κοιτάσματος της Δράμας, τότε θα επανεξεταστεί το θέμα της εκμετάλλευσης του τυρφώνα Φιλίππων.

Νησί: Το κοίτασμα καταλαμβάνει έκταση 5 km2 περίπου. Το πάχος της τύρφης κυμαίνεται μεταξύ 7 και 10 m. Η τυρφογένεση άρχισε κατά το τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η τύρφη έχει υγρασία 80-90%, μέση τέφρα 28% (επί ξηρού) και Κ.Θ.Ι. 5.200 kcal/kg (επί ξηρού και χωρίς τέφρα). Τα βέβαια αποθέματα ανέρχονται σε 50 Μt. Η Δ.Ε.Η. σχεδίαζε παλιότερα την εγκατάσταση θερμοηλεκτρικού σταθμού στην περιοχή, το έργο όμως δεν προχώρησε.

Καλοδίκι: Ο τυρφώνας βρίσκεται στο νότιο τμήμα του Ν. Θεσπρωτίας και καταλαμβάνει έκταση 2 km2 περίπου. Η τυρφογένεση ξεκίνησε πριν από 30.000 χρόνια περίπου. Το μέσο πάχος της τύρφης είναι 3,5 m (μέγιστο 10,6 m), τα αποθέματα ανέρχονται σε 5,5 Mm3. Η υγρασία της τύρφης κυμαίνεται μεταξύ 75 και 88% και η τέφρα επί ξηρού μεταξύ 13 και 58%. Σκέψεις για εκμετάλλευση της τύρφης δεν υπάρχουν.

Κορώνη: Ο τοπογενής τυρφώνας της Κορώνης σχηματίστηκε σ' ένα επιμέρους τεκτονικό βύθισμα της ευρύτερης λεκάνης της Αχερουσίας. Η τύρφη έχει υγρασία 60-80%, τέφρα 25-39% και Κ.Θ.Ι. 5.100 kcal/kg (επί ξηρού και χωρίς τέφρα). Τα βέβαια αποθέματα ανέρχονται σε 3,6 Μt και τα τεχνικά και οικονομικά απολήψιμα σε 2,9 Μt. Λόγω του μικρού μεγέθους του κοιτάσματος και της μεγάλης απόστασης από τα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια προτάθηκε – αλλά ουδέποτε υλοποιήθηκε – η χρησιμοποίηση της τύρφης σε γεωργικές εφαρμογές.

Mire is a water-saturated land (ecosystem), in which organic (vegetative) matter is accumulated faster than it is decomposed. This sediment is called peat.

Peat is an unconsolidated, organogenic and organic sediment consisting mainly of humified remains of helophytic (subordinately, aquatic) plants. The plant remains (stems and roots of sedges and reeds, dead trees, leaves, fruits, pollen) become partly decomposed under waterlogged, anoxic conditions. In the mire, the new plants grow upon the old. Inorganic mineral matter washed or blown into the mire, also contributes to peat formation. Peat has a brownish to black colour. It constitutes the precursor of coal, since coal derives from peat through coalification.

Peatland is a peat deposit with significant thickness of peat beds.

Depending on the morphology and their forming conditions, mires and peatlands can be distinguished into three main classes: fens, bogs, and transitional mires.

Fens form in low-lying areas occupied by stagnant water for long time every year. Since their formation depends on the topographic conditions, they are also called topogenous mires. The fens are supplied with ground and surface waters, rich in ions; therefore, the conditions are eutrophic, and the helophytic flora is very luxuriant.

Bogs form in areas with humid climatic conditions. Their formation depends only on the precipitation; therefore, they are also called ombrogenous mires and the conditions are oligotrophic. Respectively, the helophytic vegetation is restricted to mosses, Sphagnum spp. and lichens, in northern latitudes, with a few tree species in the tropical zone.

Transitional mires have an intermediate position between fen and bog. They are called ombrominerotrophic, since ground and surface waters and precipitation feed them. The flora thriving in transitional mires includes both fen and bog elements.

Heloptic plants | Photographies

Heloptic plants | Photographies

Butomus umbellatus

Butomus umbellatus

Carex flacca 01

Carex flacca 01

Carex flacca 02

Carex flacca 02

Cladium mariscus 01

Cladium mariscus 01

Cladium mariscus 02

Cladium mariscus 02

Cyperus longus 01

Cyperus longus 01

Cyperus longus 02

Cyperus longus 02

Eriophorum

Eriophorum

Eriophorum vaginatum

Eriophorum vaginatum

Juncus communis

Juncus communis

Iris pseudacorus

Iris pseudacorus

Lythrum salicaria

Lythrum salicaria

Scirpus lacustris 01

Scirpus lacustris 01

Scirpus lacustris 02

Scirpus lacustris 02

Sphagnum

Sphagnum

Aquatic Plants | Photographies

Aquatic Plants | Photographies

Azzola filiculoides

Azzola filiculoides

Nymphaea alba 01

Nymphaea alba 01

Nymphaea alba 02

Nymphaea alba 02

Mires and Peatlands in Greece

Mires and Peatlands in Greece

In Greece, peat forms mainly in topogenous mires (fens) located in intermontane basins while no recent fens in paralic environments are known. The fens form by terrestrialization, i.e. by infilling of lakes, and/or by paludification, i.e. by flooding of flat areas due to the relative rise of the groundwater table. The main peat-forming plants are reeds and sedges; they comprise mainly Phragmites australis, Typha angustifolia, T. latifolia, Cyperaceae, namely Cladium mariscus, Carex spp., Scirpus spp., and subordinately Alisma plantago-aquatica, Lythrum salicaria, Iris pseudacorus, species of the genera Sparganium, Equisetum, Eleocharis, andSalix, as well as aquatic and subaquatic plants, such asNuphar lutea, Nymphaea alba, species of Myriophyllum, Ceratophyllum, Potamogeton etc. On the mountains of the northern country part and at altitudes higher than +1400 m, some small transitional mires occur in hollows on the slopes around springs (spring and sloping mires). The vegetation cover consists of Sphagnum squarrosum, Sph. flexuosum, Polytrichum commune, Bryum neodamense, Calliergon sarmentosum, Mnium elatum, Philonotis fontana, Eriophorum latifolium, Carex spp., Equisetum spp.

Since ancient times, the Greek mires have been drastically changed by human intervention, which diminished their extent. The country is mountainous and fertile soil suitable for crop production is limited to the few plains. As mires and, in general, wetlands occupied a significant part of the plains, they were considered hostile environments promoting also malaria.

The first interventions were undertaken some 3,500 years ago by the Minyans, the prehistoric inhabitants of the Kopais basin. They drained out and started cultivating the plain, which flooded again in the 15 thor 16th century AD. Finally, in 1887, the area (~20,000 ha) has been drained permanently. In the dry seasons of the next years, the drained peat, up to 4 m thick, has been totally burned up by self-ignition.

The drainage of wetlands was practiced to a larger scale during the 20 th century, especially in times when refugees came to Greece and the demand for agricultural land increased. Unfortunately, there are no accurate data about the extent of the drained areas over the country. It is estimated that in the time span from 1930 until the World War II, only in Macedonia, which was the richest in wetlands part of Greece, 94.3% of the area ever occupied by mires, i.e. around 93,000 ha, were drained out and cultivated.

This kind of wetland amelioration for land reclamation was applied until 1970, when some environmental problems became evident. For example, the brackish soils of the drained lake and mire of Agoulinitsa were proved unsuitable for cultivation, the surface of the Philippi peatland rapidly subsided, and the organic matter of the Chimaditida fen disappeared. From that time on, a time coinciding with the begin of the general environmental awakening, the ecological value of the wetlands started being gradually recognized. Wetland amelioration was cancelled and discussions about conservation and re-wetting of already drained wetlands started.


Schematic map of Greece with the most important mires (circle), existing peatlands (square) and disappeared peatlands (triangle):

    1: Elatia,

    2: Lailias,

    3: Philippi,

    4: Nissi,

    5: Kali Pediada,

    6: Vorras,

    7: Small Prespa,

    8: Chimaditis,

    9: Ioannina,

    10:Kalodiki

    11: Koroni

    12: Voulkaria,

    13:Katouna,

    14: Keri,

    15: Agoulinitsa,

    16:Chotousa,

    17: Aghios Phloros,

    18: Kopais.

The largest fen i n Greece and the thickest one all over the world is the famous Philippi peatland (surface 55 km 2, peat thickness 190 m, reserves 4,300 million m3). The peat along the whole profile consists of reeds and sedges. It started accumulating during Cromerian around 700,000 years ago and continued up to the drainage of the peatland for agricultural use between 1931-44. Immediately after peat has been drained contraction began, resulting in the destruction of infrastructure works, such as bridges over canals, roads etc. In 1960, after only 15 years of cultivation, the former fen surface was already subsided to a maximum depth of 3.5 m. Actual data on the recent subsidence do not exist. Except of this enormous subsidence of the surface, which causes a continuous demand for the improvement of the drainage system and also the infrastructure, another serious problem is the decrease of the harvesting rates as a result of the intense cultivation. In order to keep crop production stable, the demand for continuously increasing amounts of fertilizers is necessary, which results in the increase of the production cost and the pollution of the groundwater.

In the seventies, the Greek Public Power Corporation (P.P.C.) planned to exploit this peat deposit up to a depth of only 15 m for electric power generation, but due to socio-political problems the project is still in abeyance. However, the discovery of the big lignite deposit of Drama in the north of the Philippi peatland makes possible a combined future exploitation. Between 1990 and 1993, the Public Mining Company (G.E.M.E.E.) produced small amounts of milled peat from a 10 ha pilot area and after mixing with Finnish and Russian bog peat sold it for agricultural and horticultural uses.

In the Nissi fen (surface 9 km2, peat thickness 15 m thick, reserves 50 million m3) peat started accumulating since Late Glacial. In the late seventies, peat mining was planned in order to feed a thermoelectric power plant. Later on, plans were made to utilize peat for agricultural and horticultural purposes. Due to protests by the inhabitants both projects have been cancelled. The fen surface is rather intact and it is used as meadow and pasture.

Before 1930 the mire north of the Chimaditida Lake covered an area of 28 km2. After the drainage, 25 km2 of the whole area started being cultivated for corn and trefoil. Drilling carried out in 1975-76 resulted in the discovery of a peat formation up to 3.5 m thick with reserves of one million m3 of natural peat. Meanwhile, the organic matter is lost due to oxidation or self-ignition. Today, only some peatland relics exist, while the fen is restricted to a narrow zone along the north-western and northern shores of Chimaditida Lake. The helophytic communities consisting mainly of Typhaspp. grow in the greatest part of the shallow lake resulting in its infilling. The process is accelerating by eutrophism, which is caused by the washing-out of fertilizers, insecticides, pesticides etc. used by the farmers in the surrounding land.

The Small Prespafe n (surface 4-km2, maximum peat thickness 0.3 m) is located at the shores of the homonymous lake located in north-western Macedonia. The fen remains intact, because the broad area became a National Park since 1974, protected by the Ramsar convention. However, the lake and the fen suffer from eutrophism caused by the agricultural activities in the surrounding area.

The Kalodiki fen (surface 2-km2, maximum peat thickness 10 m, reserves 5.5 million m3) is located in Epirus, western Greece. Between 1989-93, the general aridity in Greece, as well as the intense water pumping from surrounding wells, especially during summer, resulted in lowering of the water table about 2 m below the fen surface. The whole fen was dried-out every year during summer and autumn. Subsidence and self-ignition phenomena occurred on the fen surface, while fauna (beavers, carps, birds) was totally eliminated and flora was strongly diminished.

The Ioannina fen (surface 2 km2, maximum peat thickness 2.5 m, reserves 1 million m3) is located at the northern shore of Ioannina Lake. Until 1991, both the fen and the lake have heavily suffered from eutrophism caused by waste disposal of the town of Ioannina into the lake. Since then a unit for treatment of wastes is in operation.

The Koronif en (surface 1.2 km2, average peat thickness 5 m, reserves 5 million m3) is partly covered by alluvial sediments. In 1950 the fen was drained and converted into agricultural land, mainly for growing corn.

Το Εργαστήριο Γεωφυσικής είναι υπεύθυνο ή συμμετέχει στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των ακόλουθων ακαδημαϊκών μαθημάτων:

Προπτυχικά Πρόγραμμα Σπουδών Τμήματος Γεωλογίας

 

Προπτυχικά Πρόγραμμα Σπουδών Τμήματος Φυσικής

  • PHY_NME497 Εισαγωγή στη Γεωφυσική

 

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ»: Κατεύθυνση «Εφαρμοσμένη Περιβαλλοντική Γεωλογία & Γεωφυσική»

  • GEO_AGG05 Γεωφυσική στα Τεχνικά Έργα και τους Υδατικούς Πόρους
  • GEO_AGG03 Φυσικές Καταστροφές και Περιβάλλον
  • GEO_AGG08 Ειδικές Σεισμολογικές Εφαρμογές

Οι ερευνητικές δραστηριότητες του Εργαστηρίου Ιζηματολογίας καλύπτουν τη βασική και εφαρμοσμένη έρευνα στον τομέα της Ιζηματολογίας, της ανάλυσης ιζηματογενών λεκανών, της ιζηματολογίας πετρελαίου, της παράκτιας ιζηματολογίας, της παλαιοκλιματολογίας και των περιβαλλοντικών μελετών.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών το ερευνητικό ενδιαφέρον του εργαστηρίου είναι κυρίως προσανατολισμένο στην ιζηματολογία του Ολόκαινου και στη ανεύρεση υδρογονανθράκων εντός υποθαλάσσιων ιζημάτων.

Στο πλαίσιο των μαθημάτων που παρακολουθούν οι φοιτητές του Γεωλογικού Τμήματος στη διάρκεια της τεταρτοετούς φοίτησης των, περιλαμβάνονται τα κάτωθι μαθήματα που αφορούν το Θαλάσσιο περιβάλλον:

  • Μηχανική των Ακτών. Διδάσκεται στο 1ο εξάμηνο του Α΄έτους σε 12 εβδομαδιαίες παραδόσεις από 2 ώρες εργαστηριακή άσκηση η κάθε παράδοση.
  • Τηλεπησκόπηση στη διαχείριση του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος. Διδάσκεται στο 1ο εξάμηνο του Γ΄έτους σε 12 εβδομαδιαίες παραδόσεις από 2 ώρες εργαστηριακή άσκηση η κάθε παράδοση.
  • Γεωμορφολογία Ακτών. Διδάσκεται στο 2ο εξάμηνο του Β' έτους σε 12 εβδομαδιαίες παραδόσεις από δύο ώρες διδασκαλίας και 2 ώρες εργαστηριακή άσκηση η κάθε παράδοση.
  • Φυσική Ωκεανογραφία. Διδάσκεται στο 1ο εξάμηνο του Γ΄έτους σε 12 εβδομαδιαίες παραδόσεις από 2 ώρες διδασκαλία και 2 ώρες εργαστηριακή άσκηση η κάθε παράδοση.
  • Περιβαλλοντική Ωκεανογραφία. Διδάσκεται στο 1ο εξάμηνο του Δ΄ έτους σε 12 εβδομαδιαίες παραδόσεις από 2 ώρες διδασκαλία και 2 ώρες φροντιστήριο η κάθε παράδοση.

Ονοματεπώνυμο
Έτος Τίτλος Πτυχιακής Εργασίας
Α. Μπότης 1993 Το τυρφογενετικό μοντέλο του έλους Καλοδικίου Ν. Θεσπρωτίας
Α. Μπουζίνος 1994 Ο παρόχθιος τυρφώνας της λίμνης Χειμαδίτιδας, παράδειγμα σχηματισμού ενός λιμνοτέλματος
Α. Υφαντή 1994 Γεωλογική μελέτη του τυρφώνα Καλοδικίου Ν. Θεσπρωτίας (φάση II)
Σ. Παπαζησίμου 1995 Γεωλογική μελέτη του τυρφώνα Αγίου Φλώρου Ν. Μεσσηνίας
Γ. Αργύρης 1996 Παλαιογεωγραφική εξέλιξη του έλους της Αγυιάς στην Πάτρα και επιπτώσεις αξιοποίησής του
Κ. Κωνσταντακοπούλου 1996 Σύγκριση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων λιγνιτικού και γεωθερμικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
Α. Χουλιάρα 1998 Η λιγνιτική εμφάνιση του Γκραίκα στην Αιγιάλεια Ν. Αχαΐας
Σ. Ζηλάκου 1998 Το παλαιοπεριβάλλον σχηματισμού του λιγνίτη στη λεκάνη της Πτολεμαΐδας πριν και μετά την απόθεση του ηφαιστειακού τόφφου
Σ. Καλαϊτζίδης 1998 Το παλαιοπεριβάλλον σχηματισμού του Ανω Ξυλιτικού Ορίζοντα στο λιγνιτικό κοίτασμα της Πτολεμαΐδας
Κ. Βουτυράς 1999 Ανθρακοπετρογραφική ανάλυση και παλαιοπεριβάλλον λιγνιτικής εμφάνισης στην περιοχή Καράτουλα (Δυτ. Πελοπόννησος)
Α. Γεωργιοπούλου 1999 Προσδιορισμός παλαιοπεριβαλλόντων λιγνιτογένεσης στη Δυτική Πελοπόννησο
Μ. Βουγιουκλάκη 1999 Παλαιογεωγραφική εξέλιξη του λιγνιτικού κοιτάσματος Αλμυρού Ν. Μαγνησίας
Γ. Σιαβάλας 2003 Συνθήκες γένεσης του κάτω τμήματος της κατώτερης λιγνιτοφόρας στιβάδας του Νοτίου Πεδίου στο λιγνιτικό κοίτασμα της Πτολεμαΐδας
Ε. Τσομπανίδου 2003 Συνθήκες σχηματισμού της κατώτερης λιγνιτοφόρας στιβάδας του ορυχείου του Τομέα 6 στο λιγνιτικό κοίτασμα της Πτολεμαΐδας
Τ. Παράσχη 2004 Γεωλογική μελέτη του αποστραγγισμένου έλους Αγουλινίτσας (Ν. Ηλείας)

 

Ονοματεπώνυμο Έτος Τίτλος Μεταπτυχιακής Εργασίας Ειδίκευσης
Ασημίνα Υφαντή 2002 Αλλοίωση τοπίου από πιθανή εξόρυξη του λιγνιτικού κοιτάσματος Αλμυρού (Ν. Μαγνησίας)
Μαρία Μπιρμπίλη 2003 Η περιβαλλοντική συνιστώσα ανάπτυξης του γεωθερμικού πεδίου χαμηλής ενθαλπίας Θερμών Νιγρίτας (Ν. Σερρών)
Aδαμαντία Χατζηαποστόλου 2003 Χημική και ορυκτολογική σύσταση της τέφρας των λιγνιτών Πελλάνας (Ν. Λακωνίας): Μια περιβαλλοντική προσέγγιση
Γιώργος Σιαβάλας 2005 Εφαρμογή μεθόδων Οργανικής Πετρολογίας και Οργανικής Γεωχημείας στη μελέτη της ρύπανσης των ιζημάτων του Αλφειού ποταμού από την εκμετάλλευση του λιγνιτικού κοιτάσματος Μεγαλόπολης
Σταματίνα Ζηλάκου 2006 Εκτίμηση της κινητικότητας ιχνοστοιχείων από δείγματα λιγνίτη, ιπτάμενης τέφρας, τέφρας εστίας και αποθέσεων σε όξινο, ουδέτερο και βασικό περιβάλλον
Μαρία Φωτοπούλου 2009 Εκτίμηση της κινητικότητας των ιχνοστοιχείων του λιγνίτη, της ιπτάμενης τέφρας και της τέφρας εστίας των περιοχών Yatağan και Milas (Τουρκία) σε όξινο και αλκαλικό περιβάλλον
Ελευθέριος Κιζηρόπουλος 2010 Ορυκτολογικές μεταβολές και συμπεριφορά των ιχνοστοιχείων του λιγνίτη Πτολεμαΐδας
Ηλίας Σοφικίτης 2010 Ρόφηση φαινανθρενίου σε γαιάνθρακες και χουμικά οξέα
Δημήτρης Ραλλάκης 2013 Μελέτη του οργανικού υλικού Ιουρασικών βιτουμενιούχων σχιστών της Ιόνιας ζώνης στην Ήπειρο
Δημήτρης Τσιμικλής 2013 Πετρολογική-Ορυκτολογική μελέτη του λιγνίτη Κρυανής (Ν. Φθιώτιδας) και δυνατότητες εξωενεργειακής εφαρμογής του
Κωνσταντίνος Οικονόμου 2015 Επιπτώσεις των συγκεντρώσεων θείου, φθορίου και χλωρίου του λιγνίτη Karapinar (Τουρκία) στην εξόρυξη

 

α/α Επώνυμο Όνομα Έτος Θέμα Πτυχιακής Εργασίας
1 Ζαρταλούδης Γεώργιος 1988 Γεωφυσικές Μελέτες στην Αραχιολογική Περιοχή Απλώματα της Νάξου
2 Αργυρόπουλος Βασίλειος 1988 Γεωφυσικές Έρευνες στην Αρχαιολογική Περιοχή Μαντινείας της Αρκαδίας(Κεντρική Πελοπόννησος)
3 Αλατζόγλου Κωνσταντίνος 1988 Γεωφυσικές Έρευνες στην Αρχαιολογική Περιοχή Φαλάσαρνα (Δυτική Κρήτη)
4 Χρονάκης Εμμανουήλ 1988 Εφαρμογή της Μεθόδου Σεισμικής Διάθλασης στη Γεωτεχνική Έρευνα Περιοχής Ρίου (Δυτική Ελλάδα)
5 Καράνης Γεώργιος 1989 Κομήτες και Αστεροειδής : Η σχέση τους με Γήϊνα φαινόμενα
6 Στεφανόπουλος Παναγιώτης 1990 Ηλεκτρικές και Μαγνητικές Μετρήσεις στην Περιοχή Αρχαίας Τριταίας και Κλειτορίας του Νομού Αχαϊας
7 Μπούκλης Λάμπρος 1991 Γεωφυσικές Έρευνες στην Περιοχή Στρέγκεν της Αυστρίας
8 Ρίμπα Ζωή 1991 Γεωλογική και Γεωφυσική Ανάλυση της Περιοχής Νέα Ρόδα Χαλκιδικής
9 Κυπριώτης-Περηφάνας Γεώργιος 1993 Μικροβαρυτική Παρακολούθηση Ηφαιστείου Σαντορίνης
10 Κουπτσίδης Λεωνίδας 1995 Ηλεκτρικές Βαθομετρήσεις με την Μέθοδο Sclumberger
11 Μανωλόπουλος Κωνσταντίνος 1998 Ηλεκτρομαγνητικές Μετρήσεις στην Περιοχή Chatby της Αιγύπτου
12 Καψή Δήμητρα 2000 Ηλεκτρικές και Μαγνητικές Μετρήσεις στην Περιοχή Argonne Β. Γαλλίας
13 Ταβλά Χριστίνα 2002 Ηλεκτρικές και Μαγνητικές Μετρήσεις στην Αιγιαλεία : Μια Συνεισφορά στον Εντοπισμό της Αρχαίας Ελίκης
14 Περγαμηνέλη Σταματία 2003 Εφαρμογή της Ηλεκτρικής Απεικόνισης για τον Εντοπισμό Γεωλογικών Ασυνεχειών του Υπεδάφους στην 131 Σ.Μ. στην Περιοχή της Βόνιτσας
15 Κατσικαλάκη Ελένη 2003 Εφαρμογή της Ηλεκτρικής Απεικόνισης για τον Εντοπισμό Γεωλογικών Ασυνεχειών του Υπεδάφους στα Νέα Ρόδα Χαλκιδικής
16 Καπατσώλου Αθηνά 2004 Γεωηλεκτρική Τομογραφία στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Πατρών
17 Κιζηρόπουλος Ελευθέριος 2007 Η χρήση της συσκευής Sirotem στην γεωφυσική διασκόπηση
18 Αγγελής Γεώργιος 2008 Ηλεκτρικές μετρήσεις στην ευρύτερη περιοχή των Μυκηνών για εντοπισμό υπεδαφικών αρχαιολογικών στόχων
19 Τσιφουτίδης Μιλτιάδης   Η συμβολή της γεωηλεκτρικής τομογραφίας στην επίλυση γεωλογικών προβλημάτων στην περιοχή του Αιγίου
20 Δρακόπουλος Δημήτριος   Η συμβολή της γεωφυσικής με την γεωηλεκτρική τομογραφία στην διερεύνηση στόχων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στο σπήλαιο Λεοντάρι του Υμμητού
21 Παρασκευοπούλου Γρηγορία   Νησί των Φαιάκων και συσχετισμός με την σημερινή Κέρκυρα
22 Μπούρμπουλα Μαρία   Ηλεκτρικές και μαγνητικές μετρήσεις για εντοπισμό υπεδαφικών στόχων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος

 

ΠΕΝΕΔ 2003

ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΩΝ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΝΕΣΗΣ

ΠΕΔΙΑ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΕΣ ΔΙΑΤΡΙΒΕΣ ΠΟΥ ΕΚΠΟΝΗΘΗΚΑΝ

Κωνσταντόπουλος | Περιβάλλοντα Ιζηματογέννεσης και Στρωματογραφική Διάρθρωση του Φλύσχη της Πελοποννήσου - Πιθανή Γέννεση Υδρογονανθράκων

Κωνσταντόπουλος | Περιβάλλοντα Ιζηματογέννεσης και Στρωματογραφική Διάρθρωση του Φλύσχη της Πελοποννήσου - Πιθανή Γέννεση Υδρογονανθράκων

Εισαγωγή | Σκοπός | Συμπεράσματα | Δημοσιεύσεις

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ

Η περιοχή μελέτης καλύπτει ένα μεγάλο μέρος των υποθαλασσίων ριπιδίων της λεκάνης προχώρας στη Πίνδο που αναπτύχθηκαν πάνω στην προυπάρχουσες ζώνες Γαβρόβου-Τριπόλεως και Ιονίου στην Πελοπόννησο, εκτεινόμενη από την περιοχή της Τριταίας (Αχαΐας) στα βόρεια και νοτίως μέχρι τον κόλπο της Φοινικούντας (Μεσσηνία). Ανατολικά η περιοχή μελέτης οριοθετείται από την επώθηση της Πίνδου, ενώ δυτικά από τον Πατραϊκό κόλπο, τον άξονα Τρίπολης –Μεγαλόπολης και τον κόλπο της Μεθώνης. Η περιοχή καλύπτεται από τους γεωλογικούς χάρτες του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε) σε κλίμακα 1:50.000 φύλλα: Χαλανδρίτσα, Κέρτεζι, Πάτρα, Γούμερον, Τρίπολη, Δημητσάνα, Μεγαλόπολη, Πύλος –Σχίζα.

ΣΚΟΠΟΣ

Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι καταρχήν, η αναγνώριση και η ερμηνεία των ιζημάτων και των περιβαλλόντων και υποπεριβαλλόντων ιζηματογένεσης που αναπτύσσονται στο τμήμα της λεκάνης προχώρας της Πίνδου το οποίο μελετάται. Στη συνέχεια, η αναγνώριση αυτών των περιβαλλόντων και υποπεριβαλλόντων ιζηματογένεσης, σε συνδυασμό με την μελέτη των παλαιορευματικών διευθύνσεων, μας οδήγησε στην αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο τα προσδιορισθέντα περιβάλλοντα αναπτύχθηκαν τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο.

Η παρούσα διατριβή βασίστηκε στην σύνθεση δεδομένων υπαίθρου αλλά και μέσα από μια σειρά εργαστηριακών αναλύσεων και περιλάμβανε: λεπτομερή ιζηματολογική και τεκτονική ανάλυση, οργανική και ανόργανη γεωχημεία, ακριβή προσδιορισμό της ηλικίας των υπό μελέτη ιζημάτων, προσδιορισμό πορώδους και διαπερατότητας, πετρογραφική και κοκκομετρική ανάλυση λεπτών τομών. Επιπλέον, επιχειρείται επαλήθευση των δεδομένων υπαίθρου σχετικά με τον τρόπο μεταφοράς των ιζημάτων (τουρβιδιτικά ρεύματα) με την βοήθεια εργαστηριακών αναλύσεων, αλλά γίνεται και προσπάθεια προσδιορισμού της πηγής τροφοδοσίας των ιζημάτων με την χρήση πετρογραφικού μικροσκοπίου σε επιλεγμένες λεπτές και στιλπνές τομές.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

  • Η χαρτογράφηση των περιβαλλόντων ιζηματογένεσης της λεκάνης προχώρας της Πίνδου στην Δυτική Πελοπόννησο στις περιοχές της Τριταίας στα βόρεια, του Χρυσοβιτσίου στα κεντρικά και της Φοινικούντας στα νότια, η οποία βασίστηκε στα υποπεριβάλλοντα των τουρβιδιτικών αποθέσεων έδειξε την ύπαρξη των αποθέσεων εσωτερικού, εξωτερικού ριπιδίου, και αποθέσεις πεδίου λεκάνης.
  • Η ανάπτυξη των τουρβιδιτικών αυτών υποπεριβαλλόντων έλαβε χώρα από το Ανώτερο Ηώκαινο έως το Κατώτερο Ολιγόκαινο (NP18-NP21), ηλικίες οι οποίες προσδιορίστηκαν από ασβεστιτικά ναννοαπολιθώματα. Το συνολικό στρωματογραφικό πάχος των υπό μελέτη τουρβιδιτών της λεκάνης προχώρας στην Δυτική Πελοπόννησο είναι 418m στην περιοχή της Φοινικούντας, 1096m στην περιοχή της Τριταίας και 327m στην περιοχή του Χρυσοβιτσίου, και φαίνεται να αποτέθηκαν κατά την διάρκεια ενός κύριου τεκτονικού γεγονότος όπου η Γάβροβος και η Ιόνιος ζώνη συμπεριφέρθηκαν ως μια ενιαία λεκάνη προχώρας.
  • Κατά την διάρκεια του Ανώτερου Ηώκαινου η προχώρα στην Δυτική Πελοπόννησο αποκτά μεγάλο πλάτος με αποθέσεις εσωτερικού και εξωτερικού ριπιδίου. Οι αποθέσεις λοβών εξωτερικού ριπιδίου αναπτύσσονται στο ανατολικό τμήμα της (περιοχή Τριταίας, περιοχή Φοινικούντας) ενώ οι αποθέσεις πεδίου λεκάνης το διάστημα αυτό εντοπίζονται μόνο στην περιοχή της Φοινικούντας στο δυτικό τμήμα της λεκάνης. Η παρουσία των αποθέσεων του πεδίου λεκάνης αυτής της ηλικίας των ιζημάτων στο δυτικό τμήμα της περιοχής της Φοινικούντας, δείχνει μια πιθανή βύθιση, η οποία σχηματίστηκε εξαιτίας πιθανά της δράσης της εσωτερικής επώθησης που βρέθηκε κατά την διάρκεια της διατριβής στην λεκάνη της Φοινικούντας. Το γεγονός ότι η ροή των ιζημάτων, όπως προέκυψε από τα παλαιορευματικά δεδομένα, έχει στις τρεις υπό μελέτη περιοχές φορά προς τα δυτικά, υποδεικνύει ότι ακόμα δεν έχει ενεργοποιηθεί η επώθηση της εσωτερικής Ιονίου, οπότε τα ιζήματα προελαύνουν προς τα δυτικότερα τμήματα της λεκάνης. Στην περιοχή του Χρυσοβιτσίου στο διάστημα αυτό η ιζηματογένεση χαρακτηρίζεται από την απόθεση καναλιών μεσαίου ριπιδίου, γεγονός που υποδεικνύει ένα καθεστώς μεγαλύτερης ευστάθειας του δυτικού περιθωρίου της λεκάνης σε αυτό το τμήμα της. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο στάδιο αυτό οι αποθέσεις λοβών στην περιοχή της Φοινικούντας και τμήμα των αποθέσεων του εσωτερικού ριπιδίου στην περιοχή της Τριταίας παρουσιάζουν τεκτονική παραμόρφωση που εκφράζεται με πτύχωση, γεγονός που σημαίνει ότι οι αποθέσεις αυτές αφού αποτέθηκαν και διαγενέθηκαν, υπέστησαν παραμόρφωση πιθανά από την δράση της επώθησης της εσωτερικής Ιονίου. Θα πρέπει ωστόσο να ειπωθεί ότι η παραμόρφωση των αποθέσεων αυτών πιθανά να οφείλεται εν μέρει και σε ολισθήσεις (slump).
  • Στο Κατώτερο Ολιγόκαινο όπου φαίνεται να είναι το δεύτερο κύριο στάδιο εξέλιξης της προχώρας στις υπό μελέτη περιοχές, η λεκάνη αρχίζει να περιορίζεται και να αποκτά καλά εκφρασμένο χαρακτήρα αύλακος. Ο περιορισμός αυτός πιστοποιείται από την στροφή των παλαιορευματικών διευθύνσεων στην περιοχή της Τριταίας και της Φοινικούντας, ενώ στην περιοχή του Χρυσοβιτσίου εντοπίστηκαν πτυχωμένοι ορίζοντες αποθέσεων μεσαίου ριπιδίου. Κατά την διάρκεια του σταδίου αυτού η προέλαση των περιβαλλόντων συνεχίζεται με αποθέσεις λοβών εξωτερικού ριπιδίου και αποθέσεων κατωφέρειας στην περιοχή της Τριταίας, στην περιοχή του Χρυσοβιτσίου παρατηρούνται αποθέσεις καναλιών, ενώ προς τα νοτιότερα στην περιοχή της Φοινικούντας την περίοδο αυτή διακρίθηκαν αποθέσεις κατωφέρειας, συνδυασμένες με τουρβιδιτικά ρεύματα (αποθέσεις εσωτερικού ριπιδίου) που αποθέτουν το φορτίο τους στην κατωφέρεια. Το γεγονός αυτό μας φανερώνει την προέλαση του μετώπου της Πίνδου η οποία φαίνεται να είναι ενεργή και τις μικρές σχετικά κλίσεις της κατωφέρειας, οι οποίες οφείλονται στον επηρεασμό του ανάγλυφου του πυθμένα πιθανά από εσωτερικά υβώματα.
  • Η κατακόρυφη εξέλιξη των τουρβιδιτών χαρακτηρίζεται από την απόθεση καναλιών εσωτερικού ριπιδίου πάνω από αντίστοιχες αποθέσεις εξωτερικού ριπιδίου. Η μετάβαση αυτή πραγματοποιείται χωρίς την παρεμβολή στρώματος αργίλου και είναι χαρακτηριστική συστημάτων με κανάλια προσκολλημένα στους λοβούς, περιοχή Φοινικούντας. Στην περιοχή της Τριταίας φαίνεται να παρεμβάλετε στρώμα αργίλου από την μετάβαση στις περιοχές εσωτερικού σε εξωτερικού ριπιδίου. Η μετάβαση αυτή στην περιοχή του Χρυσοβιτσίου δεν μπορεί να χαρτογραφηθεί στην ύπαιθρο, πιθανά λόγω τεκτονικής παρεμβολής και διάβρωσης των ιζημάτων αυτών.
  • Οι περιοχές μελέτης χαρακτηρίζονται από αποθέσεις με σαφή κατακόρυφη τάση του πάχους και του κοκκομετρικού μεγέθους προς τα πάνω (κανάλια, λοβοί) αλλά και από αποθέσεις χωρίς την αντίστοιχη τάση (αποθέσεις αναχωμάτων, μεταξύ των καναλιών και μεταξύ των λοβών). Η συνύπαρξη αυτή σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ιζήματα εσωτερικού ριπιδίου υπέρκεινται των αντίστοιχων του εξωτερικού πιστοποιεί την ταυτόχρονη αλληλεπίδραση της τόσο προς τα πάνω και της όσο και προς τα εμπρός εξέλιξης κατά την διάρκεια της ιζηματογένεσης.
  • Η γενική προς τα εμπρός μετάβαση από αποθέσεις εξωτερικού σε αποθέσεις εσωτερικού ριπιδίου με κατάληξη την επιφανειακή εμφάνιση κροκαλοπαγών (περιοχές Τριταίας και Φοινικούντας) δομημένων από τεμάχη ψαμμιτικών, κερατολιθικών, ασβεστολιθικών κ.α. πετρωμάτων πιστοποιούν την προοδευτική μείωση της απόστασης της περιοχής με την πηγή τροφοδοσίας. Τα μεγέθη των τεμαχών αυτών οδηγούν στο συμπέρασμά ότι η είσοδος των ιζημάτων πραγματοποιείται διαμέσου ενός κύριου τροφοδοτικού καναλιού, κάθετα στο μέτωπο της επώθησης της Πίνδου. Η κύρια τροφοδοσία με ίζημα των τριών περιοχών γίνεται από το μέτωπο της επώθησης της Πίνδου, με επικρατούσα διεύθυνση την κάθετη στο μέτωπο στο κάθε σημείο εισόδου του ιζήματος στην λεκάνη. Πάνω από τις αποθέσεις εσωτερικού ριπιδίου, χαρτογραφήθηκαν αποθέσεις κατωφέρειας στις περιοχές της Τριταίας και της Φοινικούντας. Στην Φοινικούντα υπερκείμενα των αποθέσεων κατωφέρειας (ανώτερης και κατώτερης), εντοπίστηκαν αποθέσεις δελταικών ριπιδίων σημαντικού πάχους, με την παρουσία κροκαλοπαγών, υλικό των οποίων βρέθηκε και στα κανάλια του εσωτερικού ριπιδίου. Στην περίπτωση της λεκάνης της Φοινικούντας κάτω από τις αποθέσεις εξωτερικού ριπιδίου βρέθηκαν αποθέσεις πεδίου λεκάνης, σημαντικού εύρους. Στην περιοχή της Τριταίας οι αποθέσεις αυτές φαίνεται να καλύπτονται από επωθημένους ασβεστολιθικούς όγκους.
  • Η εξέλιξη του συστήματος αποτελεί κλασικό παράδειγμα ενεργής τροφοδοσίας των περιβαλλόντων βαθιών θαλασσών με αδρόκοκκο, πυριτιούχο υλικό και μπορεί να συσχετιστεί με ένα προελαύνων δέλτα στην τουρβιδιτική κατωφέρεια σε μία προ δελταική περιοχή. Η παλαιορευματική ανάλυση έδειξε για την περιοχή της Φοινικούντας ότι στην τομή της Φοινικούντας επικρατεί κυρίως ΝΝΑ/κή διεύθυνση. Διαπιστώνεται μια σχετική διευθέτηση των παλαιορευματικών διευθύνσεων παράλληλα προς τον άξονα της λεκάνης. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι στις θέσεις αυτές επικρατούν αποθέσεις εσωτερικού κυρίως ριπιδίου, φανερώνει πιθανά την διαμόρφωση πιο ξεκάθαρης μορφολογίας αύλακος στην λεκάνη, παράλληλα προς το μέτωπο της επώθησης της Πίνδου. Το συμπέρασμα αυτό μας υποδεικνύει τόσο ότι η μεταφορά των ιζημάτων έγινε κατά μήκος μιας λεκάνης , η οποία πιθανά είχε την γεωμετρία μιας αύλακας ή τάφρου που περιόριζε έτσι την πλευρική διασπορά των ιζημάτων και τον σχηματισμό ακτινωτών ριπιδίων αλλά και ότι δεν αποκλείεται το γεγονός η τροφοδοσία με ίζημα της λεκάνης μελέτης να έγινε από βορειότερα τμήματα της επώθησης της Πίνδου. Η ΔΝΔ/κή διεύθυνση ροής η οποία εντοπίστηκε σε πολλές θέσεις ερμηνεύει την απευθείας τροφοδοσία της λεκάνης με ίζημα από πηγές από το μέτωπο της επώθησης της Πίνδου, κάθετα στον άξονα της λεκάνης. Το τουρβιδιτικό σύστημα της Φοινικούντας φαίνεται να τροφοδοτείται τόσο από βορειότερα τμήματα της επώθησης της Πίνδου, όσο και απευθείας από το μέτωπο της επώθησης όπισθεν της λεκάνης της Φοινικούντας.
  • Στην τομή της Τριταίας η παιορευματική ανάλυση έδειξε κύρια διεύθυνση ροής ΔΒΔ/κή και μια δευτερεύουσα ΔΝΔ/κή παλαιορευματική διεύθυνση. Στην περιοχή αυτή επικρατούν αποθέσεις κατωφέρειας, εσωτερικού και μεσαίου ριπιδίου. Οι διευθύνσεις αυτές αντικατοπτρίζουν απευθείας τροφοδοσίες από την επώθηση της Πίνδου. Ωστόσο το παλαιορευματικό καθεστώς στην περιοχή της Τριταίας εμφάνισε παλαιορευματική διεύθυνση ροής ΒΒΑ/κή- ΝΝΔ/κή. Το γεγονός της διευθέτησης των παλαιορευμάτων αξονικά στην λεκάνη, σε συνδυασμό με το ότι στα επίπεδα αυτά επικρατούν αποθέσεις ριπιδίων κοντά στην πηγή τροφοδοσίας, πιθανά φανερώνει ότι η λεκάνη έχει δεχτεί ήδη την δράση της εσωτερικής επώθησης της Ιονίου που θα είχε σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της λεκάνης πλευρικά , οπότε τα ρεύματα μπορούν να κινηθούν μόνο αξονικά. Φαίνεται πως η δράση της εσωτερικής Ιονίου προκαλεί ανύψωση των περιθωρίων της λεκάνης, είτε με την μορφή υβωμάτων (περιοχή Λάδωνα) είτε με την μορφή τεκτονικής κατάπτωσης των περιθωρίων και διακοπής της ιζηματογένεσης. ‘Έτσι εξηγείται η παρουσία παλαιορευμάτων με φορά αντίθετη προς την κύρια παλαιορευματική διεύθυνση. Τα παλαιορεύματα ουσιαστικά βρίσκοντας κάποιο εμπόδιο κατά την διεύθυνση της κίνησης τους άλλαζαν την πορεία τους (Πρόδρομος, Σιμόπουλο).
  • Στην τομή του Χρυσοβιτσίου επικρατεί μια ΒΔ/κή και μια ΝΝΔ/κή παλαιορευματική διεύθυνση. Στην περιοχή αυτή επικρατούν αποθέσεις εσωτερικού ριπιδίου. Οι διευθύνσεις αυτές αντικατοπτρίζουν απευθείας τροφοδοσίες από την επώθηση της Πίνδου. Εμφανίζεται και μια ΒΑ/κή διεύθυνση η οποία ερμηνεύεται από την πιθανή τροφοδοσία της λεκάνης του Χρυσοβιτσίου από πιο απομακρυσμένα τμήματα της επώθησης της Πίνδου (όρος Μαίναλον) από την περιοχή μελέτης.
  • Ο προσδιορισμός του πορώδους και της διαπερατότητας στην περιοχή της δυτικής Πελοποννήσου περιελάβανε την συλλογή, προετοιμασία και μελέτη 34 ψαμμιτικών δειγμάτων. Η επιλογή τους πραγματοποιήθηκε με σκοπό την κάλυψη της στρωματογραφικής στήλης κάθε μιας από τις τρεις περιοχές μελέτης κατά την διάρκεια του ανώτερου Ηωκαίνου-κατώτερου Ολιγοκαίνου αλλά και την πλευρική εξέλιξη των διαφόρων τουρβιδιτικών φάσεων. Οι τιμές πορώδους των επιλεγμένων δειγμάτων έδειξαν ότι ο μεγαλύτερος αριθμός από αυτά έχει πρωτογενές πορώδες ασήμαντο και φτωχό. Μόλις δύο από τα δείγματα παρουσιάζονται με μέτριο πορώδες και αλλά δύο επίσης, με καλό πορώδες. Οι τιμές της διαπερατότητας είναι μικρές και στην πλειοψηφία τους τα δείγματα χαρακτηρίζονται από ασήμαντη έως φτωχή διαπερατότητα. Ένας μικρός αριθμός δειγμάτων χαρακτηρίζεται από μέτρια διαπερατότητα (Φ3, Φ4, Φ9, Τ2, Τ4, Χ6, Χ10), ενώ από καλή διαπερατότητα εμφανίζεται μόνο το δείγμα 6 από την περιοχή της Τριταίας. Το χαμηλό πορώδες και οι κακές διαπερατότητες οφείλονται στην ύπαρξη μεγάλων ποσοστών ασβεστιτικού και αργιλικού υλικού ανάμεσα στους κόκκους των ψαμμιτών, χαρακτηριστικό ψαμμιτών ενεργών περιθωρίων.
  • Για τον προσδιορισμό του κοκκομετρικού μεγέθους, της μέσης ταχύτητας ροής και της ταξιθέτησης των ψαμμιτών της περιοχής μελέτης, λεπτές τομές κατασκευάστηκαν κάθετα προς στην στρώση και ουσιαστικά τυχαία ως προς την κατεύθυνση ροής. Συνολικά 45 λεπτές τομές μετρήθηκαν για το μέγεθος κόκκων χρησιμοποιώντας μία τυποποιημένη τεχνική πλέγματος με ένα οπτικό μικροσκόπιο και ένα ψηφιακό σύστημα μέτρησης κόκκου που καταγράφει αυτόματα τα μήκη των κόκκων σε έναν υπολογιστή. Οι ψαμμίτες χαρακτηρίζονται από φτωχή έως πολύ καλή ταξιθέτηση, με το μεγαλύτερο ποσοστό τους να παρουσιάζεται με καλή έως πολύ καλή ταξιθέτηση. Όπως προέκυψε από τις ταχύτητες ροής προέρχονται τόσο από υψηλής όσο και από χαμηλής πυκνότητας τουρβιδιτικά ρεύματα. Τα πιο παχιά στρώματα τόσο από τα εσωτερικά όσο και από τα εξωτερικά τμήματα του τουρβιδιτικού συστήματος τα οποία αποτελούνται από τις βασικές υποδιαιρέσεις Τa και Tb της ακολουθίας Bouma χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερες μέσες ταχύτητες ροής. Τα περισσότερα από τα δείγματα έδειξαν ότι πρόκειται για μεσόκοκκους έως πολύ λεπτόκοκκους ψαμμίτες Όπως αναµενόταν παρατηρήθηκε εξάρτηση της µέσης ταχύτητας ροής µε το κοκκοµετρικό µέγεθος. Οι μικρότερες ταχύτητες ροής παρουσιάστηκαν στα δείγµατα τα οποία έχουν σύσταση αµµώδους πηλού και προέρχονται από τις αποθέσεις μεσαίου ριπιδίου. Στις περιοχές στις οποίες τα δείγµατα είναι τα ανδροµερέστερα, αποθέσεις καναλιών εσωτερικού ριπιδίου, καταγράφηκαν οι μεγαλύτερες ταχύτητες ροής. Η παρουσία της μέτριας ταξιθέτησης σε συγκεκριμένα ψαμμιτικά δείγματα επιβεβαιώνει την παρουσία της υποδιαίρεσης Tb της ακολουθίας Bouma και δηλώνει το χαμηλό ενεργειακό επίπεδο του τουρβιδιτικού ρεύματος.
  • Από την γεωχημική ανάλυση η οποία πραγματοποιήθηκε σε επιλεγμένα δείγματα από τις περιοχές μελέτης έδειξε ότι η απόθεση των μελετηθέντων ιζημάτων στην δυτική Πελοπόννησο έγινε σε ένα καθεστώς ενεργού ηπειρωτικού περιθωρίου και ηπειρωτικού νησιωτικού τόξου. Από την ανάλυση των κύριων στοιχείων προέκυψε ότι οι ψαμμίτες και οι άργιλοι της περιοχής θα μπορούσαν να αποτελούν τα προϊόντα διάβρωσης μιας σειράς μαγματικών πετρωμάτων βασικής κυρίως προέλευσης. Η ανάλυση των κύριων στοιχείων δείχνει την συγκέντρωση τους στο πεδίο διαχωρισμού του ανώτερου ηπειρωτικού φλοιού από αυτό του μανδύα, με την πλειονότητα των δειγμάτων να βρίσκονται στο πεδίο του μανδύα, και συγκεκριμένα στο πεδίο ανακυκλωμένου ιζήματος. Ωστόσο η ανάλυση των ιχνοστοιχείων έδειξε για την περιοχή μελέτης και την ύπαρξη μιας όξινης έως μικτής (όξινης και βασικής σύστασης) σύστασης πηγής τροφοδοσίας των μελετηθέντων ιζημάτων. Από την ανάλυση των σπάνιων γαιών προέκυψε πώς όλα τα δείγματα είναι εμπλουτισμένα σε ελαφριές σπάνιες γαίες σε σχέση με τις βαριές οι οποίες παρουσιάζονται με επίπεδους τύπους. Τόσο τα ψαμμιτικά όσο και τα αργιλικά δείγματα παρουσιάζουν θετική ανωμαλία στο Ευρώπιο. Τα αποτελέσματα από την ανάλυση των σπάνιων γαιών έρχονται να ενισχύσουν την τοποθέτηση της περιοχής τόσο σε ένα γεωτεκτονικό περιβάλλον ενεργού ηπειρωτικού περιθωρίου όσο και σε ένα περιβάλλον ηπειρωτικού νησιωτικού τόξου, σε συμφωνία με την ανάλυση των κύριων στοιχείων και των ιχνοστοιχείων. Άξιο λόγου και πιθανά να χρήζει περαιτέρω διερεύνησης το γεγονός ότι για δύο δείγματα στην περιοχή του Χρυσοβιτσίου τα γεωχημικά αποτελέσματα έδειξαν σαν πηγή τροφοδοσίας των συγκεκριμένων ιζημάτων μια περιοχή τεκτονικού καθεστώτος αντίστοιχης με το πεδίο στο οποίο ανήκει το ωκεάνιο νησιωτικό τόξο. Δεδομένης της γνωστής γεωτεκτονικής γεωλογικής ιστορίας για τον Ελλαδικό χώρο, η παρουσία των συγκεκριμένων δύο αποτελεσμάτων γεννά ερωτήματα. Τα ψαμμιτικά δείγματα που αναλύθηκαν έδειξαν μεγάλη διαφοροποίηση στα αποτελέσματα των ιχνοστοιχείων, κάτι το οποίο φαίνεται να ρυθμίζεται καθοριστικά από την φύση των μητρικών πετρωμάτων και την τεκτονική κατάσταση της λεκάνης.
  • Τριάντα-πέντε δείγματα μαύρης αργίλου από τις τρεις περιοχές μελέτης επιλέχθηκαν για την ανάλυση οργανικής γεωχημείας. Τα δείγματα αναλύθηκαν για τον ακριβή προσδιορισμό της % περιεκτικότητάς τους σε συνολικό οργανικό υλικό με την χρήση του αναλυτή οργανικού υλικού LECO C-230 ενώ η πυρόλυση Rock-Eval πραγματοποιήθηκε με την χρήση της συσκευής ROCK-EVAL 6. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν πως η τροφοδοσία της λεκάνης με οργανικό υλικό έγινε από διαφορετικές πηγές, οι οποίες ως προς την πηγή της τροφοδοσίας ήταν θαλάσσιας και χερσαίας προέλευσης. Ο τύπος του οργανικού υλικού όπως προσδιορίστηκε από την πυρόλυση Rock-eval δείχνει ότι οι σχηματισμοί των περιοχών μελέτης στην Δυτική Πελοπόννησο έχουν την δυνατότητα κύρια παραγωγής αερίου και πετρελαίου, εφόσον βρεθούν σε βαθύτερα τμήματα της λεκάνης. Εντοπίστηκαν ορίζοντες ενδεχόμενων μητρικών πετρωμάτων, οι οποίοι μπορούν να παράγουν υγρούς και αέριους υδρογονάνθρακες. Σε σχέση με τους δείκτες PI και Tmax η πλειοψηφία των δειγμάτων βρίσκεται σε ώριμο στάδιο θερμικής ωριμότητας. Οι αποθέσεις των εξωτερικών τμημάτων του συστήματος των υποθαλασσίων ριπιδίων αποτελούν τα πλέον ελπιδοφόρα ιζήματα για την παραγωγή αερίων και υγρών υδρογονανθράκων στην περιοχή μελέτης. Οι αποθέσεις της υφαλοκρηπίδας και οι αποθέσεις εσωτερικού ριπιδίου, που βρίσκονται σε ανώριμο στάδιο θερμικής ωριμότητας, μπορεί να αποτελέσουν μητρικά πετρώματα στο μέλλον.
  • Η λεπτομερής πετρογραφική έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 43 επιλεγμένα ψαμμιτικά δείγματα απέδειξε ότι για την περιοχή της Φοινικούντας: πρόκειται για Λιθικές Αρκόζες, Λιθαρενίτες, Αστριούχους Λιθαρενίτες ενώ κάποια δείγματα χαρακτηρίζονται ως Υπό-Λιθαρενίτες, για την περιοχή της Τριταίας: Λιθικές Αρκόζες, Λιθαρενίτες, και Αστριούχους Λιθαρενίτες ενώ για την περιοχή του Χρυσοβιτσίου απέδειξε ότι πρόκειται για Λιθικές Αρκόζες και Λιθαρενίτες. Τα ψαμμιτικά δείγματα της Φοινικούντας και του Χρυσοβιτσίου συγκεντρώνονται αποκλειστικά στο πεδίο του ανακυκλωμένου ορογενούς. Τα δείγματα της Τριταίας διαχωρίζονται στο πεδίο του ανακυκλωμένου ορογενούς και στο πεδίο του μαγματικού τόξου. Τα αργιλικά και κερατολιθικά θραύσματα τα οποία βρέθηκαν στα ψαμμιτικά δείγματα πιστοποιούν τροφοδοσία από την Πίνδο. Οι βασάλτες οι οποίοι εντοπίστηκαν είναι αμυγδαλοειδείς με υποφειτικό, ενδοκοκκώδη η υποτραχητικό ιστό και μοιάζουν με αυτούς που βρέθηκαν σε δείγματα της ζώνης Πίνδου στην ανατολική Πελοπόννησο από την Pe-Piper (1991).
  • Η παρουσία των γρανιτικών θραυσμάτων σε δείγματα και από τις τρεις υπό μελέτη περιοχές γεννά ερωτηματικά για την πηγή τροφοδοσίας αυτών. Ωστόσο πλαγιογρανίτες (Coleman & Peterman, 1975) πορφυριτικούς με φαινοκρυστάλους από χαλαζία και πλαγιόκλαστο, με την κύρια μάζα τους να αποτελείται από χαλαζία, άστριους, χλωρίτη, σμαικτίτη και αδιαφανή ορυκτά έχουν βρεθεί από την Pe-Piper (1991) σε δείγματα ψαμμιτών της Πίνδου στην Βορειοανατολική Πελοπόννησο. Επίσης από τους Pe-Piper & Koukouvelas (1990) έχουν βρεθεί γρανιτικά θραύσματα ηλικίας Κατ. Ιουρασικό, μέσα σε κροκαλοπαγή του Πλειόκαινου κοντά στην Πάτρα τα οποία σύμφωνα με αυτούς προέρχονται από την Πίνδο. Οι μαρμαρυγιακοί (μοσχοβιτικοί), χλωριτικοί σχιστόλιθοι, οι γνεύσιοι καθώς και οι χαλαζίτες αποτελούν τα κυριότερα θραύσματα από μεταμορφωμένα πετρώματα τα οποία βρέθηκαν στις λεπτές τομές που μελετήθηκαν. Οι μοσχοβιτικοί σχιστόλιθοι και οι χαλαζίτες θα μπορούσαν να προέρχονται από την φυλλιτική-χαλαζιτική σειρά, από το Κατώτερο Κάλυμμα αυτής που αποτελείται από μοσχοβιτικούς σχιστόλιθους, χαλαζίτες, μετακροκαλοπαγή και μεταβασάλτες. Επίσης βρέθηκε χαλαζίας με εγκλείσματα ρουτυλίου, αλλά και πουμπελλυίτης σε συσσωμάτωμα με αλβίτη περιπτώσεις που δείχνουν τροφοδοσία από την φυλλιτική-χαλαζιτική σειρά.
  • Οι σερπεντινίτες, πυροξενίτες, διαβάσης, και βασάλτες που βρέθηκαν σε πολλά δείγματα προέρχονται από οφιόλιθους. Σαν πηγή τροφοδοσίας αυτών θα μπορούσε να εκτιμηθεί πως είναι οι οφιόλιθοι των Μολάων και του Άργους ηλικίας Αν. Ιουρασικό. Οι σερπεντινίτες προήλθαν από την εξαλλοίωση κάποιου υπερβασικού πετρώματος και παρουσιάζονται με κλεψυδροειδή ιστό. Κλαστικοί κόκκοι ζιρκονίου οι οποίοι βρέθηκαν μας δίνουν πληροφορίες για την ύπαρξη μιας πηγής τροφοδοσίας μεταξύ γρανίτη και γάββρου. Η παρουσία πολλών κομματιών από αργιλικά πετρώματα στις υπό μελέτη τομές γεννά ερωτηματικά για την παρουσία πιθανά ενός παλιότερου φλύσχη. Χαρακτηριστική επίσης είναι η παρουσία δύο τύπων κερατόλιθων. Κερατόλιθος με χαλκηδόνιο και κερατόλιθος με δολομίτη σε πολλά από τα δείγματα. Η παρουσία του γλαυκονίτη και του βερμικουλίτη δείχνει αναγωγικές συνθήκες ρηχής θάλασσας. Η παρουσία μεταλλικών ορυκτών τα οποία έχουν οξειδωθεί σε οξείδια και υδροξείδια του Fe (γκαιτίτης), καθώς και ο διαφορετικός βαθμός οξείδωσης των από δείγμα σε δείγμα δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η απόθεση. Η παρουσία κλαστικών κόκκων ζιρκονίου και ρουτυλίου, οφιολιθικών τεμάχων, σε πολλά από τα δείγματα ενισχύει το γεγονός της απευθείας τροφοδοσίας από την Πίνδο με την επανεπεξεργασία (reworking) η τον ‘κανιβαλισμό’ (cannibalism) αποθέσεων του φλύσχη της ζώνης Πίνδου κατά την διάρκεια της ιζηματογένεσης του φλύσχη της ζώνης Γαβρόβου.
  • Η στατιστική ανάλυση η οποία πραγματοποιήθηκε στην τομή της Μαύρης Μύτης (περιοχή Αράξου) με την μέτρηση 514 ψαμμιτικών στρωμάτων έδειξε ότι η αθροιστική λογαριθμική κατανομή των παχών των στρωμάτων για αυτή την στρωματογραφική ακολουθία (514 μετρούμενα ψαμμιτικά στρώματα) παρουσιάζει ελαφρά καμπύλη γραμμή με τον R2<0.9 (0.8919) δείχνοντας έτσι κακή συσχέτιση με την power-law κατανομή υποδηλώνοντας ότι διεργασίες όπως η διάβρωση και η συγχώνευση στρωμάτων (bed amalgamation) ήταν σπουδαίας σημασίας κατά την διάρκεια της απόθεσης. Το σχήμα αυτό της κατανομής ταιριάζει πιο πολύ με την ερμηνεία των αποθέσεων αυτών να ανήκουν σε ένα περιβάλλον πιο κοντά στην πηγή τροφοδοσίας (περιβάλλον εσωτερικού ριπιδίου). Ο διαχωρισμός της υπό μελέτη τομής και η εφαρμογή της στατιστικής ανάλυσης μόνο στο ανώτερο τμήμα της ακολουθίας αυτής με πάχος 55μ όπου και μετρήθηκαν 132 ψαμμιτικά στρώματα πάχους από 1 έως και 140cm, έδειξε ότι η αθροιστική λογαριθμική κατανομή των παχών των στρωμάτων αυτών έχει σχήμα που μοιάζει να απομακρύνεται από την προηγούμενη πιο καμπύλη του μορφή, ταιριάζοντας έτσι καλύτερα σε μια power-law κατανομή, ενώ φαίνεται να είναι διαγνωστικό για τουρβιδίτες που αποτέθηκαν σε ένα πιο απομακρυσμένο περιβάλλον από την πηγή τροφοδοσίας, δηλαδή σε ένα περιβάλλον μεσαίου ριπιδίου. Επιπλέον αποκαλύφθηκε ότι για την πρώτη περίπτωση όπου λαμβάνονται υπόψη όλα τα στρώματα της τομής, χαρακτηρίζονται από πολύ μικρότερη τιμή του εκθέτη power-law (1.0004) σε σχέση με τα αντίστοιχα της περίπτωσης όπου λαμβάνονται υπόψη τα 140 στρώματα του ανώτερου τμήματος τής ακολουθίας (1.0154). Αυτή η απότομη μείωση του εκθέτη μπορεί να δώσει σημαντικές πληροφορίες για τις μεταβολές της απόθεσης των τουρβιδιτών από περιοχή σε περιοχή μιας και θεωρείται ανάλογος του διαθέσιμου για απόθεση χώρου και επιπλέον, οι αλλαγές αυτές στην τιμή του εκθέτη σχετίζονται τόσο με μεταβολές της γεωμετρίας της λεκάνης όσο και με μεταβολές του τύπου ροών.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

1. KONSTANTOPOULOS P., MARAVELIS A., PANTOPOULOSG., ZELILIDIS A., (2007): Submarine fans palaeocurrent analysis inPeloponnesus area of Pindos foreland basin. Mineral Wealth, 143, 49-55.

2. KONSTANTOPOULOS P., MARAVELIS A., NIKOLAIDOU D., PANTOPOULOS G., ZELILIDIS A., (2007): Application of bed thickness distributions in turbidite deposits of Mavri Miti area,SW Greece, Bulletin of the Geological Society of Greece vol. XXXX, 113-120.

3. KONSTANTOPOULOS P., TSIKOURAS B., ZELILIDIS A., (2007): Provenance of Pindos foreland submarine fan deposits inPeloponnesus (Tritea and Finikounda areas), using scanning electron microscopy and microanalysis. 25th IAS Meeting of Sedimentology,Patras,Greece, 4-7 September 2007, Book of Abstracts, 104.

Μαραβέλης | Η Λεπτομερής Ιζηματολογική - Πετρογραφική μελέτη των αποθέσεων του Φλύσχη στη Λήμνο σε Σχέση με την Παλαιογεωγραφική Εξέλιξη του Βορείου Αιγαίου στην Κατεύθυνση της Πιθανής Ύπαρξης Πεδίων Υδρογονανθράκων

Μαραβέλης | Η Λεπτομερής Ιζηματολογική - Πετρογραφική μελέτη των αποθέσεων του Φλύσχη στη Λήμνο σε Σχέση με την Παλαιογεωγραφική Εξέλιξη του Βορείου Αιγαίου στην Κατεύθυνση της Πιθανής Ύπαρξης Πεδίων Υδρογονανθράκων

Εισαγωγή | Σκοπός | Συμπεράσματα | Δημοσιεύσεις

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ

Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στο ΒΑ Αιγαίο. Εκτείνεται µε βάση τις γεωγραφικές της συντεταγμένες από 40۫ 02’24” βόρεια έως 39۫ 47’ νότια και από 25۫ 00’ δυτικά έως 25۫ 30’ ανατολικά και περιλαμβάνεται στον γεωλογικό χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε. κλίμακας 1:50000 (φύλλο: Λήμνος).

ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΣ

Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η λεπτομερής μελέτη των ιζημάτων που αποτεθήκαν στην Λήμνο κατά την διάρκεια του ανώτερου Ηωκαίνου-κατώτερου Ολιγοκαίνου. Τα ιζήματα αποτελούνται από αποθέσεις υποθαλάσσιων ριπιδίων και αντίστοιχες υφαλοκρηπίδας. Η παρούσα διατριβή βασίστηκε τόσο στην σύνθεση δεδομένων υπαίθρου όσο και σε μια σειρά εργαστηριακών αναλύσεων η οποία περιλάμβανε: λεπτομερή ιζηματολογική και τεκτονική ανάλυση, οργανική και ανόργανη γεωχημείας, ακριβή προσδιορισμό της ηλικίας των υπό μελέτη ιζημάτων, προσδιορισμό πορώδους και διαπερατότητας, πετρογραφική και κοκκομετρική ανάλυση λεπτών τομών.

Στόχος της διατριβής είναι η ασφαλής ταξινόμηση κατά Mattern, 2005, του υπό μελέτη τουρβιδιτικού συστήματος, η παλαιογεωγραφική αναπαράσταση της περιοχής μελέτης αλλά και της ευρύτερης περιοχής του ΒΑ Αιγαίου και η διερεύνηση της πιθανότητας γένεσης, αποθήκευσης και παγίδευσης αερίων ή/και υγρών υδρογονανθράκων στην ευρύτερη περιοχή του νησιού της Λήμνο.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

  • Η λεπτομερής μελέτη των αποθέσεων του ανώτερου Ηώκαινου-κατώτερου Ολιγόκαινου στην Λήμνο παρείχε τις απαραίτητες πληροφορίες που οδήγησαν στον διαχωρισμό των περιβαλλόντων αλλά και υποπεριβαλλόντων απόθεσης. Ο καθορισμός της ηλικίας των ιζημάτων πραγματοποιήθηκε μέσα από την μελέτη ασβεστιτικών νανοαπολιθωμάτων και έδειξε ότι η ιζηματογένεση τους ξεκίνησε στο ανώτερο Ηώκαινο και ολοκληρώθηκε στο κατώτερο Ολιγόκαινο (NP18-NP21b). Επιπλέον, η απόθεση των υποθαλάσσιων ριπιδίων πραγματοποιήθηκε κατά την διάρκεια των βιοζωνών (NP18-NP21b κατά Μartini, 1971) και προηγήθηκε αυτής της απόθεσης της υφαλοκρηπίδας (ΝΡ21b) δείχνοντας μία προοδευτική σχετική πτώση της στάθμης της θάλασσας. Η επανατοποθέτηση (reworking) έχει παίξει σημαντικό ρόλο κατά την διάρκεια της απόθεσης μια και έχουν παρατηρηθεί είδη νανοαπολιθωμάτων του ανώτερου Κρητιδικού (π.χ. Reinhardites Levis, P. cretacea, Micula concave, Watznaueria barnesae), του Παλαιοκαίνου (π.χ. Cruciplacolithus tenuis, Heliolithus kleinpelli, H. cantabriae, Prinsius dimorphosus) αλλά και του κατώτερου και μέσου Ηωκαίνου (π.χ. Coccolithus staurion, Tribrachiatus orthostylus).
  • Η μελέτη έδειξε ότι αρχικά η Λήμνος ήταν το σημείο απόθεσης ενός πλούσιου σε άμμο συστήματος υποθαλάσσιου ριπιδίου από την βάση της κατωφέρειας ως το πεδίο λεκάνης, και στην συνέχεια, καλύφθηκε από αποθέσεις υφαλοκρηπίδας. Η Λήμνος χαρακτηρίζεται από μια γενική πτώση της στάθμης της θάλασσας η οποία οφείλεται στην επίδραση της τεκτονικής (Maravelis et. al., 2007). Τα ιζήματα βαθιάς θάλασσας συνίστανται από κροκαλοπαγή, πολύ-λεπτοστρωματώδεις έως πολύ-παχυστρωματώδεις ψαμμίτες και αργίλους και αποδίδουν την γένεσή τους σε μηχανισμούς όπως: ροές κόκκων, δεβριτικές ροές, αλλά και χαμηλής, μέσης και υψηλής πυκνότητας τουρβιδιτικά ρεύματα ενώ η υφαλοκρηπίδα αποδίδεται σε ρεύματα καταιγίδας.
  • Ο σχηματισμός του τουρβιδιτικού συστήματος οφείλεται στην ταυτόχρονη δράση της τόσο προς τα πάνω(aggradation) όσο και της προς τα έξω εξέλιξης (progradation) κατά την διάρκεια απόθεσης (Maravelis et. al., 2007). Το συνολικό του πάχος που δεν ξεπερνά τα 300-350 μέτρα και σε συνδυασμό με τα 4,5 εκατομμύρια χρόνια διάρκειας ιζηματογένεσης, δείχνει ένα πολύ χαμηλό μέσο ρυθμό απόθεσης (0,06 χιλ./χρ.). Εμφανίζεται σαν ένα πλευρικά απομονωμένο σώμα, χωρίς καμία ένδειξη για φυσική επαφή με κάποιο άλλο σύστημα υποθαλάσσιου ριπιδίου. Παρουσιάζεται με ένα γενικά δικτυωτό χαρακτήρα στην επιφάνεια του, με τον σχηματισμό τόσο μορφής καλυμμάτων (sheet-like), όσο και λοβοειδών (lobate) σωμάτων άμμου και αποτελεί παράδειγμα ενεργής τροφοδοσίας των περιβαλλόντων βαθιών θαλασσών με κλαστικό υλικό (Maravelis et. al., 2007).
  • Το σύστημα εμφανίζει μία ΒΑ κύρια παλαιορευματική κατεύθυνση και μπορεί να συσχετιστεί με ένα προελαύνων δέλτα στην τουρβιδιτική κατωφέρεια σε μία προδελταική περιοχή. Δομείται από αποθέσεις καναλιών και αναχωμάτων εσωτερικού ριπιδίου αλλά και αντίστοιχες λοβών, μεταξύ των λοβών και μεταξύ των ριπιδίων, χαρακτηριστικές των εξωτερικών τμημάτων ενός τουρβιδιτικού συστήματος που παρουσιάζονται στρωματογραφικά πάνω από τις αντίστοιχες του εξωτερικού. Οι στρωματογραφικές ενότητες είναι χαρακτηριστικές εκείνων που αποτίθενται κατά την διάρκεια μίας γενικής πτώσης της θάλασσας και της επακόλουθης επικράτησης χαμηλών ευστατικών συνθηκών και αναπαριστάνουν το λεγόμενο «σύστημα χαμηλών ευστατικών συνθηκών».
  • Η ιχνολογική έρευνα έδειξε ότι τα υπό μελέτη πετρώματα χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη ποικίλων ειδών ιχνοαπολιθωμάτων, χαρακτηριστικά των ομάδων Scolithos, Crusiana, Zoophycos και Nereites με αυτά της ομάδας Nereites να επικρατούν. Η επικράτηση της ομάδας Nereites επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό των υπό μελέτη ιζημάτων ως αποθέσεις υποθαλασσίων ριπιδίων. Η ύπαρξη τους, η οποία περιορίζεται μόνο στα απομακρυσμένα τμήματα του τουρβιδιτικού συστήματος, υποδηλώνει ότι τα συγκεκριμένα τμήματα αποτέθηκαν κάτω από πιο πλούσιες σε οξυγόνο συνθήκες, σαφώς πλουσιότερες, σε σχέση με τα τμήματα του εσωτερικού ριπιδίου στα οποία δεν έχουν παρατηρηθεί.
  • Το γεγονός ότι τα συστήματα υποθαλάσσιων ριπιδίων αλλά και οι αποθέσεις υφαλοκρηπίδας μπορεί να αποτελούν αξιόλογα ρεζερβουάρ τόσο αερίων όσο και υγρών υδρογονανθράκων οδήγησε στην διερεύνηση της δυνατότητας γένεσης και ύπαρξης υδρογονανθράκων στα υπό μελέτη ιζήματα αλλά και στον προσδιορισμό του πορώδους και της διαπερατότητας τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι οι αποθέσεις των εξωτερικών τμημάτων του ριπιδίου αποτελούν τα πιο ελπιδοφόρα τμήματα του τουρβιδιτικού συστήματος μιας και εμφανίζονται με τις υψηλότερες τιμές ποιοτικών δεικτών όπως : S1, S2 και HI. Οι αποθέσεις υφαλοκρηπίδας αποτελούν τον σχηματισμό ο οποίος είναι πιθανόν να παρουσιάσει πετρελαϊκό ενδιαφέρον στο μέλλον μιας και βρίσκεται σε ανώριμο στάδιο θερμικής ωριμότητας. Όλα τα περιβάλλοντα και υποπεριβάλλοντα δομούνται από πετρώματα με μικρή/περιορισμένη δυνατότητα να αποτελούν ανώριμα μητρικά, αφού αν περιέχουν το ελάχιστο ποσοστό σε συνολικό οργανικό άνθρακα που απαιτείται, εμφανίζονται με μικρές τιμές παραγόντων όπως : η ποσότητα των παρόντων ελεύθερων υδρογονανθράκων που βρίσκονται μέσα στο δείγμα (αιχμή S1) και εκείνων που μπορούν να απελευθερωθούν ενδεχομένως μετά από την ωρίμανση (S2 αιχμή).
  • Μπορούν να λειτουργήσουν ως δεύτερη πηγή, με φτωχή έως μέτρια δυνατότητα παραγωγής αερίων υδρογονανθράκων, μιας και το οργανικό τους υλικό αποτελείται από τύπο κηρογόνου ΙΙΙ και ΙV. Αν και οι δείκτες PI και Tmax, στους οποίους στηρίχτηκε η έρευνα για τον προσδιορισμό της θερμικής τους ωριμότητας, είναι πρωτογενείς μετρήσεις και μερικώς εξαρτώνται από παράγοντες όπως το είδος του οργανικού υλικού, η τιμές τους δηλώνουν ότι η πλειοψηφία τους βρίσκεται σε ώριμο στάδιο θερμικής ωριμότητας. Τα δείγματα τα οποία αντιπροσωπεύουν καμένα πετρώματα, συνοδεύονται και από πολύ χαμηλές τιμές S2, γεγονός που καθιστά τα αποτελέσματα του προσδιορισμού της θερμικής ωριμότητας τους αναξιόπιστα.
  • Οι τουρβιδίτες δεν αποτελούν γενικώς αξιόλογους ταμιευτήρες καθώς μια σειρά από διαδικασίες όπως: η διαγένεση και η αντικατάσταση μειώνουν το πρωτογενές τους πορώδες. Η έρευνα της πιθανής ύπαρξης αποθέσεων που μπορούν να αποτελέσουν ρεζερβουάρ αερίων υδρογονανθράκων στη περιοχή μελέτης αλλά και ο προσδιορισμός της ποιότητας τους αποκαλύπτει έναν μεγάλο αριθμό δειγμάτων (8), με αξιόλογες τιμές πορώδους και διαπερατότητας. Τα δείγματα αυτά προέρχονται τόσο από τα εσωτερικά όσο και από τα εξωτερικά τμήματα του τουρβιδιτικού συστήματος ενώ η υφαλοκρηπίδα δεν δείχνει να είναι ικανή να αποτελέσει ρεζερβουάρ αερίων υδρογονανθράκων.
  • Οι αποθέσεις καναλιών και λοβών δείχνουν να είναι οι πιο ελπιδοφόρες σε σχέση με τα υπόλοιπα υποπεριβάλλοντα. Το γεγονός ότι τόσο τα κανάλια όσο και οι λοβοί χαρακτηρίζονται από απόθεση παχυστρωματωδών ψαμμιτών, σε συνδυασμό με τις μεγάλες τους τιμές πορώδους και διαπερατότητας, δηλώνει ότι οι αποθέσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν αξιόλογους ταμιευτήρες αερίων υδρογονανθράκων Επιπλέον, η επικράτηση της άμμου έναντι του πηλού σε αναλογία που φτάνει το 9/1, τα σημαντικά τους πάχη (ξεπερνούν τα 100μ), αλλά και η πολύ καλή πλευρική ανάπτυξη των λοβών, είναι στοιχεία που καθιστούν τις αποθέσεις αυτές πιθανούς ερευνητικούς στόχους.
  • Ο προσδιορισμός των ιστολογικών παραμέτρων των πετρωμάτων που είναι δυνατόν να αποτελέσουν ρεζερβουάρ αερίων και υγρών υδρογονανθράκων είναι πολύ σημαντικός στον σχεδιασμό εργασιών όπως η κατασκευή γεωτρήσεων, η παραγωγή των ρεζερβουάρ και ο έλεγχος των υδροδυναμικών συνθηκών (Bjorlykke and Hoeg, 1997). Ο προσδιορισμός των ιστολογικών παραμέτρων στα υπό μελέτη ιζήματα αποκάλυψε ότι πρόκειται για μεσόκοκκους έως πολύ λεπτόκοκκους ψαμμίτες οι οποίοι προέρχονται τόσο από χαμηλής όσο και από υψηλής πυκνότητας τουρβιδιτικά ρεύματα.
  • Το κοκκομετρικό τους μέγεθος δεν παρουσιάζει σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τα διάφορα περιβάλλοντα και υποπεριβάλλοντα ιζηματογένεσης. Έτσι, πολύ λεπτόκοκκοι αλλά και μεσόκοκκοι ψαμμίτες παρατηρούνται τόσο στα εξωτερικά και εσωτερικά τμήματα του τουρβιδιτικού συστήματος αλλά και στην υφαλοκρηπίδα. Το είδος του τουρβιδιτικού ρεύματος από το οποίο προέρχονται δεν παρουσιάζει καμία διαφοροποίηση σε σχέση με την θέση του στο σύστημα. Παχυστρωματώδεις ψαμμίτες τόσο από τα εξωτερικά όσο και από τα εσωτερικά τμήματα του ριπιδίου δείχνουν να έχουν αποτεθεί από υψηλής πυκνότητας τουρβιδιτικά ρεύματα ενώ αντίθετα, χαμηλής πυκνότητας τουρβιδιτικά ρεύματα, είναι υπεύθυνα για την απόθεση μικρότερου πάχους ψαμμιτών. Τα πιο παχιά στρώματα τόσο από τα εσωτερικά όσο και από τα εξωτερικά τμήματα του συστήματος τα οποία αποτελούνται από τις βασικές υποδιαιρέσεις Τa και Tb της ακολουθίας Bouma χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερες μέσες ταχύτητες ροής.
  • Χαρακτηρίζονται από φτωχή έως πολύ καλή ταξιθέτηση με την πλειοψηφία τους να αποτελείται από μετρίως και καλά ταξιθετημένους ψαμμίτες. Αν και οι τουρβιδίτες χαρακτηρίζονται από γενικώς φτωχή ταξιθέτηση, στην περιοχή μελέτης παρουσιάζονται με γενικώς καλή ταξιθέτηση η οποία εμφανίζεται σε όλο το σύστημα. Δεν παρατηρείται διακύμανσή της από τα εσωτερικά προς τα εξωτερικά τμήματα του συστήματος ενώ και η υφαλοκρηπίδα επιδεικνύει καλό βαθμό ταξιθέτησης.
  • Η γεωχημική ανάλυση των ιζηματογενών πετρωμάτων είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τις μελέτες προέλευσης των πλούσιων σε συνδετικό υλικό ψαμμιτών. Η ανάλυση αυτή στην Λήμνο δηλώνει ένα περιβάλλον ενεργού ηπειρωτικού περιθωρίου ή ενός ηπειρωτικού νησιωτικού τόξου και ένα μικρό βαθμό ανακύκλωσης (recycling) των υπό μελέτη δειγμάτων. Επιπλέον, αποκαλύπτεται η επίδραση μιας μικτής, όξινης και βασικής/υπερβασικής σύστασης, πηγή τροφοδοσίας. Η ασθενή θετική ανωμαλία στο Eu που παρουσιάζουν, εξηγείται μέσα από ιζηματογενείς διεργασίες όπου τα πλαγιόκλαστα είναι συγκεντρωμένα στις άμμους εξαιτίας της ταξιθέτησης. Η καλή ταξιθέτηση των ψαμμιτών, η οποία αποκαλύπτεται και μέσα από την κοκκομετρική ανάλυση, σχετίζεται: με το υψηλό ποσοστό πλαγιόκλαστου, εξαιτίας της τοπικής συγκέντρωσης αστριών κατά την διάρκεια της ιζηματογένεσης, στο περιορισμένο εύρος του κοκκομετρικού μεγέθους του υλικού που είναι διαθέσιμο από την πηγή τροφοδοσίας και στην αυξημένη απόσταση της από την περιοχή μελέτης.
  • H επίδραση μιας μικτής, όξινης και βασικής/υπερβασικής σύστασης, πηγή τροφοδοσίας αποκαλύπτεται και από την πετρογραφική έρευνα όπου έχουν αναγνωριστεί θραύσματα τόσο γρανιτών όσο και βασαλτών. Επιπλέον, η πετρογραφία αποκαλύπτει και την συνεισφορά μιας μεταμορφωμένης, ιζηματογενούς αλλά και μαγματικής πηγής τροφοδοσίας η οποία πιστοποιείται τόσο από την συνύπαρξη θραυσμάτων πετρώματος αντίστοιχης προέλευσης (σχιστόλιθοι, ψαμμίτες, βασάλτες και γρανίτες), όσο και από την αναγνώριση πολυκρυσταλλικού χαλαζία ο οποίος αποτελείται τόσο από πέντε ή περισσότερους κρυστάλλους με ευθεία ή ελαφρώς καμπυλωμένα ενδοκρυσταλλικά όρια (προέλευση από πλουτώνια μαγματικά πετρώματα) όσο και από περισσότερους από πέντε επιμήκης κρυστάλλους με ακανόνιστα ή οδοντωτά ενδοκρυσταλλικά όρια (προέλευση από μεταμορφωμένα πετρώματα). Οι ψαμμίτες οι οποίοι κατατάσσονται σύμφωνα με το σχήμα του McBride (1963) ως Αστριούχοι Λιθαρενίτες και ως Λιθικές Αρκόζες και Λιθικές Υπο-Αρκόζες, συγκεντρώνονται στο πεδίο του ανακυκλωμένου ορογενούς. Η προβολή τους στο συγκεκριμένο πεδίο υποδηλώνει μία ζώνη καταβύθισης ως πιθανό γεωτεκτονικό περιβάλλον της περιοχή μελέτης και είναι σε συμφωνία με την γεωχημική έρευνα και την αποκάλυψη ενός γεωτεκτονικού περιβάλλοντος ενεργού ηπειρωτικού περιθωρίου ή ενός ηπειρωτικού νησιωτικού τόξου για την περιοχή μελέτης.
  • Η ανάλυση και η σύνθεση ιζηματολογικών, παλαιορευματικών, γεωχημικών και πετρογραφικών δεδομένων που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή μελέτης υποδηλώνουν ότι κατά την διάρκεια του ανώτερου Ηωκαίνου-κατώτερου Ολιγοκαίνου (NP18-NP21b) η Λήμνος λειτούργησε ως μία λεκάνη ιζηματογένεσης συστολής μπροστά από το μαγματικό τόξο (contracted forearc basin). Έτσι, η περιοχή μελέτης τοποθετείται ανάμεσα στο ενεργό μαγματικό τόξο της ζώνης της Ροδόπης και στο πρίσμα προσαύξησης το οποίο πιθανόν να βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του κεντριού Αιγαίου. Η στρωματογραφική διάρθρωση των ακολουθιών ιζηματογένεσης στην περιοχή μελέτης επιδεικνύει προοδευτική προς την χέρσο μετανάστευση του επικέντρου ιζηματογένεσης γεγονός που οφείλεται στο γεγονός ότι το πρίσμα προσαύξησης αναγκάζεται να κινηθεί προς τα πάνω και προς την χέρσο εξαιτίας της συνεχιζόμενης προσαύξησης στην άκρη του περιθωρίου.
  • Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε στις αποθέσεις του ανώτερου Ηωκαίνου-κατώτερου Ολιγοκαίνου στην Λήμνο, στο πλαίσιο της παρούσας διδακτορικής διατριβής, δίνει έμφαση στον ρόλο του πρίσματος προσαύξησης (συχνά λειτουργεί ως εμπόδιο στην συσσώρευση ιζημάτων στην περιοχή μπροστά από το τόξο) ως ο σπουδαιότερος τροφοδότης υλικού για απόθεση μέσα στην λεκάνη. Το πρίσμα προσαύξησης τροφοδοτεί με όξινης αλλά και βασικής/υπερβασικής σύστασης πετρώματα την περιοχή μελέτης. Τα πετρώματα αυτά είναι μεταμορφωμένα, μαγματικά αλλά και πετρώματα από το ιζηματογενές κάλυμμα. Η πηγή αυτή μεταφέρει βασικά πετρώματα όπως βασάλτη και γάββρο, κερατόλιθο αλλά και πιθανόν ηφαιστειακό υλικό στην λεκάνη μπροστά από το τόξο (νησί της Λήμνου) και πρέπει να αναζητηθεί στα νότιο/νοτιοανατολικά (περιοχή κεντρικού Αιγαίου?).
  • Η στενή κατανομή των αποθέσεων κροκαλοπαγών στην περιοχή υποδηλώνει την σημειακή είσοδο υλικού στην λεκάνη. Θεωρώντας ότι τα υπό μελέτη ιζήματα έχουν προέλευση από το πρίσμα προσαύξησης, ένα εναλλακτικό μοντέλο πολλαπλών εισόδων υλικού στην λεκάνη, θα μπορούσε να εξεταστεί. Το εναλλακτικό αυτό μοντέλο δεν αντιστοιχεί στην περιοχή μελέτης και χρήζει περεταίρω έρευνας συμπεριλαμβανομένης της πλευρικής συσχέτισης των ιζημάτων αυτών με ίδιας ηλικίας αποθέσεις υποθαλασσίων ριπιδίων γειτονικών περιοχών (π.χ. νοτιοδυτική Τουρκία).

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

1. MARAVELIS A., KONSTANTOPOULOS P., PANTOPOULOSG., ZELILIDIS A., (2007): North Aegean, sedimentary basin evolution during late Eocene to early Oligocene time: Based on the sedimentological studies at the Lemnos island,NE Greece. Geologica Carpathica, 58, 5, 455-464.

2. MARAVELIS A., KONSTANTOPOULOS P., PANTOPOULOS G., ZELILIDIS A., (2007): Application of bed thickness distribution in turbidite deposits of Lemnos island,NE Greece. Bulletin of the Geological Society ofGreece vol. XXXX, 154-160.

3. MARAVELIS A., KONSTANTOPOULOS P., PANTOPOULOS G., ZELILIDIS A., (2007): North Aegean, sedimentary basin evolution during late Eocene to early Oligocene time: Based on the sedimentological studies at the Lemnos island,NE Greece. 25th IAS Meeting of Sedimentology,Patras,Greece, 4-7 September 2007, Book of Abstracts, 119.

4. MARAVELIS A., ZELILIDIS A.. (2008) Organic geochemical characteristics of the late Eocene-early Oligocene submarine fans and shelf deposits onLemnos Island, NE Greece. 26th IAS Meeting of Sedimentology,, Bochum, Germany, 1-3 September 2008, Abstracts Volume, 181.

5. MARAVELIS A., ZELILIDIS A.. (2009) Geometry and sequence stratigraphy of basin floor to slope turbidite systems,Lemnos Island,NE Greece 27th IAS Meeting of Sedimentology,Alghero, Italy, 20-23 September 2009.

Παντόπουλος | Περιβάλλοντα Ιζηματογέννεσης , Στρωματογραφική Διάρθρωση και Στατιστική Ανάλυση Στρωμάτων του Φλύσχη στο Νησί της Καρπάθου - Πιθανότητα Ανάπτυξης Πεδίου Υδρογανανθράκων στο ΝΑ Αιγαίο

Παντόπουλος | Περιβάλλοντα Ιζηματογέννεσης , Στρωματογραφική Διάρθρωση και Στατιστική Ανάλυση Στρωμάτων του Φλύσχη στο Νησί της Καρπάθου - Πιθανότητα Ανάπτυξης Πεδίου Υδρογανανθράκων στο ΝΑ Αιγαίο

Εισαγωγή | Σκοπός | Συμπεράσματα | Δημοσιεύσεις

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ

Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στο νησί της Καρπάθου. Η Κάρπαθος είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί του νομού Δωδεκανήσων και βρίσκεται στο ΝΑ άκρο της Ελληνικής Επικράτειας, στη μέση του Καρπάθιου πελάγους, ανάμεσα στα νησιά της Κρήτης και της Ρόδου. Το νησί της Καρπάθου έχει έκταση περίπου 300 Km², μήκος ακτών περίπου 160 Km και εκτείνεται με βάση τις γεωγραφικές συντεταγμένες από 35°23’ έως 35°54’ βόρεια και από 27°03’ έως 27°18’ ανατολικά. Το υψηλότερο γεωγραφικό σημείο της Καρπάθου είναι το όρος «Καλή Λίμνη» (με υψόμετρο 1215 m) στο κεντρικό τμήμα του νησιού. Η περιοχή μελέτης περιλαμβάνει τους τοπογραφικούς χάρτες της Γ.Υ.Σ. (κλίμακας 1:50.000) Κάρπαθος και Όλυμπος (Γ.Υ.Σ., 1972) και τους γεωλογικούς χάρτες του Ι.Γ.Ε.Υ. (σημερινό Ι.Γ.Μ.Ε.) (κλίμακας 1:50.000) Βόρεια Κάρπαθος και Νότια Κάρπαθος, η γεωλογική χαρτογράφηση των οποίων πραγματοποιήθηκε από τον Δρ Γ. Χριστοδούλου (Χριστοδούλου, 1963α,β). Από γεωλογική άποψη η υπό μελέτη περιοχή περιλαμβάνει πετρώματα που θεωρείται ότι ανήκουν στις γεωτεκτονικές ζώνες των Εξωτερικών Ελληνίδων.

ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΣΤΌΧΟΣ

Στο νησί της Καρπάθου παρατηρούνται εκτεταμένες εμφανίσεις κλαστικών αποθέσεων υποθαλάσσιων ροών βαρύτητας («φλύσχης»), οι οποίες αποτελούν και το αντικείμενο μελέτης της παρούσας διατριβής.

Αν και στο παρελθόν διάφοροι ερευνητές ασχολήθηκαν με τις γεωλογικές ενότητες του νησιού, οι φλυσχικές αποθέσεις δεν έχουν μελετηθεί με λεπτομέρεια μέχρι σήμερα. Η παρούσα διατριβή έχει σκοπό να συμβάλλει στη κατανόηση του μηχανισμού γένεσης και απόθεσης του φλύσχη και της στρωματογραφίας του. Επίσης στόχο έχει τη περιγραφή των ιζημάτων του φλύσχη, τη χρονολόγηση και κατάταξή τους με βάση τις διάφορες φάσεις των τουρβιδιτικών αποθέσεων και την γεωλογική χαρτογράφηση των διαφόρων φάσεων. Επίσης επιχειρείται στατιστική ανάλυση των παχών στρωμάτων του φλύσχη ώστε να διερευνηθεί η πιθανότητα διάκρισης των διαφόρων περιβαλλόντων ιζηματογένεσης του φλύσχη με βάση μαθηματικές μεθόδους, ενώ ακόμα επιχειρείται έρευνα ύπαρξης πιθανού πεδίου υδρογονανθράκων στις φλυσχικές αποθέσεις. Η παραπάνω έρευνα μπορεί να αποκαλύψει πολύτιμα στοιχεία για: α) το παλαιογεωγραφικό καθεστώς και εξέλιξη της περιοχής του ΝΑ Αιγαίου, β) τη προοπτική στατιστικής ανάλυσης των φλυσχικών αποθέσεων που είναι ιδιαιτέρα χρήσιμη στην πετρελαϊκή έρευνα, γ) την πιθανή ύπαρξη πεδίου υδρογονανθράκων στη περιοχή.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι αποθέσεις φλύσχη που εμφανίζονται στο νησί της Καρπάθου μελετήθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια της παρούσας διατριβής από διάφορα σημεία προσέγγισης με σκοπό να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων ιζημάτων τα οποία δεν ήταν γνωστά με λεπτομέρεια μέχρι σήμερα.

  • Γενικά οι αποθέσεις του φλύσχη εμφανίζονται σε 2 περιοχές του νησιού, μια στο βορρά (περιοχές Σπόας-Ολύμπου-Διαφανίου) και μια στο νότο (περιοχές Πηγαδιών και Απερίου). Το συνολικό πάχος των αποθέσεων δεν ξεπερνά τα 1000 μέτρα και κυμαίνεται σε περίπου 900 για τη βόρεια και περίπου 800 για τη νότια περιοχή εμφάνισης. Όσον αφορά την ιζηματολογία, στρωματογραφία και τα περιβάλλοντα των αποθέσεων του φλύσχη μπορούν να ειπωθούν τα εξής: Τα ιζήματα της βόρειας περιοχής χωρίζονται σε 5 ενότητες οι οποίες αποτελούνται από τη βάση προς την οροφή της ακολουθίας: α) από στρώματα ανθρακικών λατυποπαγών και μαργών σε ένα περιβάλλον υφαλοκρηπίδας-κατωφέρειας, β) από λεπτόκοκκες αποθέσεις πηλιτών και λεπτών στρωμάτων ψαμμιτών που αντιπροσωπεύουν αποθέσεις τουρβιδιτικών ροών σε ένα απομακρυσμένο από τη πηγή τροφοδοσίας περιβάλλον εξωτερικού υποθαλάσσιου ριπιδίου-πεδίου λεκάνης, γ) από αδρόκοκκες αποθέσεις κροκαλοπαγών και ψαμμιτών μεγάλου πάχους που πιθανά έχουν προέλθει από υποθαλάσσιες ροές υψηλής πυκνότητας σε ένα κοντινό στη πηγή τροφοδοσίας περιβάλλον καναλιών εσωτερικού υποθαλάσσιου ριπιδίου, δ) από χαώδεις αποθέσεις ανθρακικών ολισθόλιθων μεγάλου μεγέθους μέσα σε λεπτόκοκκο υλικό, εναλλασσόμενες με λεπτοστρωματώδεις ψαμμίτες-πηλίτες, που πιθανά αντιπροσωπεύουν τουρβιδιτικές ροές και δεβριτικές ροές ολισθόλιθων σε ένα απομακρυσμένο τμήμα υποθαλάσσιου ριπιδίου, ε) από αποθέσεις λεπτοστρωματωδών λεπτόκοκκων ψαμμιτών και κροκαλοπαγούς που πιθανά έχουν αποτεθεί από τουρβιδιτικές ροές σε ένα μεταβατικό τμήμα ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό μέρος ενός υποθαλάσσιου ριπιδίου. Τα ιζήματα της νότιας περιοχής χωρίζονται σε 4 ενότητες οι οποίες αποτελούνται από τη βάση προς την οροφή της ακολουθίας: α) από κροκαλοπαγή και ψαμμίτες που έχουν αποτεθεί από δεβριτικές και τουρβιδιτικές ροές σε ένα κοντινό στη πηγή τροφοδοσίας περιβάλλον καναλιών εσωτερικού υποθαλάσσιου ριπιδίου, β) από λεπτόκοκκες αποθέσεις πηλιτών και λεπτών στρωμάτων ψαμμιτών που αντιπροσωπεύουν αποθέσεις τουρβιδιτικών ροών σε ένα απομακρυσμένο από τη πηγή τροφοδοσίας περιβάλλον εξωτερικού υποθαλάσσιου ριπιδίου-πεδίου λεκάνης, γ) από αδρόκοκκες αποθέσεις κροκαλοπαγών και ψαμμιτών μεγάλου πάχους που πιθανά έχουν προέλθει από υποθαλάσσιες ροές υψηλής πυκνότητας σε ένα κοντινό στη πηγή τροφοδοσίας περιβάλλον καναλιών εσωτερικού υποθαλάσσιου ριπιδίου, δ) από χαώδεις αποθέσεις ανθρακικών ολισθόλιθων μεγάλου μεγέθους μέσα σε λεπτόκοκκο υλικό, εναλλασσόμενες με λεπτοστρωματώδεις ψαμμίτες-πηλίτες, που πιθανά αντιπροσωπεύουν τουρβιδιτικές ροές και δεβριτικές ροές ολισθόλιθων σε ένα απομακρυσμένο τμήμα υποθαλάσσιου ριπιδίου.

  • Η κύρια παλαιορευματική διεύθυνση όλων των ενοτήτων του φλύσχη και στις 2 λεκάνες είναι προς Β-Ν και ΒΑ-ΝΔ, διεύθυνση που πιθανά εκφράζει και τον αντίστοιχο άξονα της λεκάνης ιζηματογένεσης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τεκτονικές στροφές που έχει υποστεί η ευρύτερη περιοχή.

  • Κοκκομετρική ανάλυση των ψαμμιτών των φλυσχικών αποθέσεων, έδειξε ότι αυτοί αποτελούνται από πολύ λεπτόκοκκους έως χονδρόκοκκους ψαμμίτες με μέτρια και κακή ταξιθέτηση. Μελέτη των πιθανών μέσων ταχυτήτων ροής κατά την απόθεση με βάση τις κοκκομετρικές αναλύσεις έδειξε απόθεση των ψαμμιτών από υποθαλάσσια ρεύματα βαρύτητας τόσο χαμηλής, όσο και υψηλής πυκνότητας.

  • Η χρονολόγηση των αποθέσεων του φλύσχη με βάση ασβεστιτικά νανοαπολιθώματα υπέδειξε ότι η ιζηματογένεση του φλύσχη στη περιοχή της Καρπάθου φαίνεται να ξεκινάει στο Κατώτερο Ηώκαινο και να εξελίσσεται έως τα όρια Ηωκαίνου-Ολιγοκαίνου. Για πρώτη φορά καταγράφηκε ηλικία Κατωτέρου Ηωκαίνου (Υπρέσιου) για τη βάση των αποθέσεων του φλύσχη στη νότια Κάρπαθο. Μέχρι τώρα η παλαιότερη ηλικία που είχε προταθεί για τις αποθέσεις φλύσχη στη Κάρπαθο είναι το Μέσο Ηώκαινο (Davidson-Monett, 1974; Harbury, 1986). Αυτό σημαίνει ότι η ιζηματογένεση του φλύσχη στη Κάρπαθο πιθανότατα ξεκίνησε νωρίτερα από ότι πιστευόταν μέχρι τώρα. Όσον αφορά τις νεότερες αποθέσεις, δεν καταγράφηκε ηλικία νεότερη του Κατωτέρου Ολιγοκαίνου.

  • Η στατιστική ανάλυση των παχών στρωμάτων που εφαρμόστηκε σε 4 φυσικές τομές από διαφορετικά περιβάλλοντα ιζηματογένεσης έδειξε ότι η αναλογία άμμου/πηλού παραμένει ένα αξιόπιστο κριτήριο για τον διαχωρισμό περιβαλλόντων ιζηματογένεσης σε υποθαλάσσια ριπίδια. Αντίθετα, η παρουσία ασύμμετρων κύκλων μείωσης ή αύξησης του πάχους των ψαμμιτών προς τα πάνω πιθανότατα δεν αποτελεί αξιόπιστο κριτήριο διαχωρισμού περιβαλλόντων ιζηματογένεσης. Η ύπαρξη κύκλων μείωσης του πάχους των ψαμμιτών προς τα πάνω φαίνεται να επιβεβαιώνεται στατιστικά μόνο σε αποθέσεις καναλιών κοντά στην πηγή τροφοδοσίας του υποθαλάσσιου ριπιδίου, στις οποίες επίσης παρατηρείται έντονη τάση ομαδοποίησης των στρωμάτων σε ομάδες μικρού και μεγάλου πάχους (φαινόμενο Hurst). Όσον αφορά το τύπο της στατιστικής κατανομής των στρωμάτων, παρατηρήθηκε έντονη απόκλιση του πάχους των ψαμμιτών από την εκθετική και την «power law» στατιστική κατανομή. Τα δεδομένα πάχους των τουρβιδιτικών γεγονότων και κυρίως των ψαμμιτών συνήθως ακολουθούν την λογαριθμοκανονική κατανομή με καλή προσαρμογή ή έως ένα βαθμό (κυρίως για α λεπτότερα στρώματα). Παρόλα αυτά σε αρκετές περιπτώσεις η λογαριθμοκανονική κατανομή δεν εκφράζει σε καλό βαθμό τα ψαμμιτικά στρώματα. Η παρατήρηση της καλής προσαρμογής των παχών των ψαμμιτών στην «απλωμένη» εκθετική κατανομή με μικρούς εκθέτες c, πιθανά υποδηλώνει ότι το πάχος των ψαμμιτών εκφράζεται από κατανομές με «βαριά ουρά» (heavy tailed distributions) οι οποίες κινούνται ανάμεσα στην εκθετική, την λογαριθμοκανονική και την «power law» κατανομή. Σε ορισμένες περιπτώσεις κάποια από τις προηγούμενες κατανομές κυριαρχεί (κυρίως η λογαριθμοκανονική) αλλά γενικά η «απλωμένη» εκθετική κατανομή παρουσιάζεται σαν μια καλή εναλλακτική λύση. Τα δεδομένα πάχους των πηλιτών φαίνεται να ακολουθούν ως ένα βαθμό τη λογαριθμοκανονική κατανομή στις πιο απομακρυσμένες αποθέσεις ενώ στις αποθέσεις καναλιών βρίσκονται πιο κοντά σε μια κατανομή Weibull. Επίσης παρατηρήθηκε η πιθανή παρουσία σε μια τουρβιδιτική ακολουθία 2 πληθυσμών παχών ψαμμιτικών στρωμάτων με διαφορετικό τμήμα της ακολουθίας Bouma στη βάση τους, που ο καθένας έχει μια λογαριθμοκανονική κατανομή. Οι πληθυσμοί αυτοί πιθανά αντιπροσωπεύουν αποθέσεις ροών χαμηλής και υψηλής πυκνότητας. Οι χαρακτηριστικοί παράμετροι των 2 πληθυσμών είναι πιθανό ότι μπορούν να εξαχθούν με αρκετή ακρίβεια μέσω της χρήσης μεθόδων μέγιστης πιθανοφάνειας με τη χρήση του αλγόριθμου ΕΜ. Ο συνδυασμός των παχών των δύο αυτών πληθυσμών πιθανά προκαλεί την παρατήρηση των μίξεων λογαριθμοκανονικών κατανομών στα πάχη των τουρβιδιτικών στρωμάτων (Talling, 2001).

  • Γεωχημική ανάλυση των φλυσχικών αποθέσεων για την περιεκτικότητα τους σε κύρια στοιχεία, ιχνοστοιχεία και σπάνιες γαίες σε συνδυασμό με πετρογραφική έρευνα έδωσε πολύτιμα στοιχεία για την προέλευση και το γεωτεκτονικό περιβάλλον της λεκάνης ιζηματογένεσης των φλυσχικών ιζημάτων. Τα ιζήματα του φλύσχη φαίνεται να έχουν προέλευση από πηγές μεταμορφωμένων, μαγματικών και ιζηματογενών πετρωμάτων. Ειδικότερα φαίνεται να υπερισχύει η μεταμορφωμένη πηγή (με πετρώματα χαμηλού βαθμού μεταμόρφωσης) και η ιζηματογενής πηγή. Τα είδη των θραυσμάτων μεταμορφωμένων πετρωμάτων που βρέθηκαν στους ψαμμίτες (οφθαλμογνεύσιοι, γραφιτικοί σχιστόλιθοι, μάρμαρα) είναι παρόμοια με αυτά που έχουν παρατηρηθεί στις ακολουθίες μεταμορφωμένων πετρωμάτων της Μάζας τουMenderes στη ΝΔ Τουρκία. Σημαντικό ρόλο έχει παίξει επίσης και πηγή ιζήματος υπερβασικής σύστασης. Η πηγή ιζήματος υπερβασικής σύστασης φαίνεται να προέρχεται κυρίως από πετρώματα εκχυμωτή μανδύα πολύ πλούσια σε χρώμιο και νικέλιο. Παρόμοιας σύστασης υπερβασικές εμφανίσεις παρουσιάζονται στους οφιόλιθους των Ταυρίδων οροσειρών της ΝΔ Τουρκίας. Τόσο η πετρογραφική όσο και η γεωχημική ανάλυση, συντείνουν σε ένα γεωτεκτονικό περιβάλλον ενεργού ηπειρωτικού περιθωρίου, πιθανότατα πολύ κοντά σε ένα ηπειρωτικό νησιωτικό τόξο. Γενικά τα ιζήματα φαίνεται να έχουν αποτεθεί σε μια ιζηματογενή λεκάνη κοντά σε μια ζώνη καταβύθισης, από ίζημα που διαβρώθηκε από κάποιο ώριμο μαγματικό τόξο, με συμμετοχή ιζημάτων από ένα διαβρωμένο ορογενές. Η παρατήρηση μεγάλου ποσοστού συνδετικού υλικού στους ψαμμίτες, πιθανά είναι χαρακτηριστικό για ψαμμίτες ενεργών περιθωρίων και δεν είναι ευνοϊκό για το πορώδες τους.

  • Η έρευνα για την πιθανή ύπαρξη πεδίου υδρογονανθράκων στις φλυσχικές αποθέσεις της Καρπάθου με βάση αναλύσεις πορώδους και διαπερατότητας των ψαμμιτών, περιεκτικότητας και τύπου του οργανικού υλικού στις λεπτόκοκκες φάσεις των αποθέσεων και αναλύσεις σταθερών ισοτόπων άνθρακα και οξυγόνου, δεν έδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Ως προς την πιθανότητα ύπαρξης ταμιευτήρων, οι αναλύσεις πορώδους-διαπερατότητας έδειξαν ότι η πλειονότητα των ψαμμιτικών δειγμάτων των αποθέσεων παρουσιάζει χαμηλό πορώδες και ασήμαντες διαπερατότητες με εξαίρεση κάποιους ορίζοντες των αδρόκοκκων ενοτήτων του φλύσχη. Το χαμηλό πορώδες και οι κακές διαπερατότητες οφείλονται στην ύπαρξη μεγάλων ποσοστών ασβεστιτικού και αργιλικού υλικού ανάμεσα στους κόκκους των ψαμμιτών, χαρακτηριστικό διαγενετικής καταστροφής του πορώδους σε ψαμμίτες ενεργών περιθωρίων. Ως προς την πιθανότητα ύπαρξης μητρικών πετρωμάτων, οι αναλύσεις οργανικού υλικού έδειξαν ότι η πλειονότητα των δειγμάτων είναι φτωχά μητρικά πετρώματα, με κάποια από αυτά να έχουν ένα δυναμικό γένεσης αέριων υδρογονανθράκων φτωχής ποιότητας (ξηρού αερίου). Οι αναλύσεις σταθερών ισοτόπων δεν δείχνουν ότι υπήρξε στο παρελθόν κάποια διαφυγή αέριων υδρογονανθράκων μέσα από τις αποθέσεις του φλύσχη.

  • Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις και τη γεωλογία της ευρύτερης περιοχής του ΝΑ Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, η απόθεση των ιζημάτων του φλύσχη στη Κάρπαθο φαίνεται να έχει άμεση σχέση με τις ορογενετικές κινήσεις των Ταυρίδων οροσειρών κατά το Ηώκαινο-Κατώτερο Ολιγόκαινο σε μια ιζηματογενή λεκάνη προχώρας που πιθανά δημιουργήθηκε πάνω στις ανθρακικές αποθέσεις κατωφέρειας της (ομόλογης με την Ιόνιο Ζώνη) ενδιάμεσης αύλακας των Ταυρίδων. Η λεκάνη αυτή δημιουργήθηκε, δέχτηκε ίζημα και επηρεάστηκε από τις ορογενετικές κινήσεις των καλυμμάτων που δημιουργήθηκαν από το κλείσιμο του ωκεανού της Βόρειας Νεοτηθύος και του σχετιζόμενου με αυτόν ανθρακικού ηπειρωτικού περιθωρίου (καλύμματα Λυκίας) στα βόρεια. Πιθανότατα η λεκάνη ίσως να έχει επηρεαστεί και από το κλείσιμό του ωκεανού της Αττάλειας και του σχετιζόμενου με αυτόν ανθρακικού ηπειρωτικού περιθωρίου (καλύμματα Αττάλειας) στα ανατολικά.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

1. PANTOPOULOS G., KONSTANTOPOULOS P., MARAVELIS A., ZELILIDIS A., (2006): Application of bed thickness distributions in turbidite deposits ofGreece: Some preliminary results. Proc. of the 17th International Sedimentological Congress, Fukuoka, Japan, 27 August-1 September, Abstracts Volume B, 119.

2. PANTOPOULOS G., KONSTANTOPOULOS P., MARAVELIS A., ZELILIDIS A., (2007): Application of bed thickness distributions in Late Eocene – Oligocene turbidite deposits ofGreece: Some preliminary results. Bulletin of the Geological Society ofGreece vol. XXXX, 173-181.

3. PANTOPOULOS G., KONSTANTOPOULOS P., MARAVELIS A., ZELILIDIS A., (2007): The use of statistical analysis in the lithostratigraphy of submarine fan deposits. An example from SE Greece (Karpathos Island). Bulletin of the Geological Society ofGreece, Special Publications.

4. PANTOPOULOS G., ZELILIDIS A., (2007): Bed thickness statistics of turbidite deposits. Possible implications on submarine fan environments and geometry. An example fromGreece. 25th IAS Meeting of Sedimentology,Patras,Greece, 4-7 September 2007, Book of Abstracts, 135.

5. PANTOPOULOS G., ZELILIDIS A., (2008): Provenance of Karpathos Island turbidites (SE Greece) based on geochemical data. 26th IAS Meeting of Sedimentology,, Bochum, Germany, 1-3 September 2008, Abstracts Volume, 203.

Στα πλαίσια του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών τουΤμήματος Γεωλογίας το Εργαστήριο προσφέρει:

  • Ένα διετή κύκλο σπουδών πουοδηγεί στην απονομή του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στις Γεωπιστήμες και Περιβάλλον με κατεύθυνση την Περιβαλλοντική Ωκεανογραφία
  • Ένατριετή κύκλο σπουδών που οδηγεί στην απονομή του Διδακτορικού Διπλώματος σε ένα από τα αντικείμενα της Θαλάσσιας Γεωλογίας, Φυσικής Ωκεανογραφίας και Γεωμορφολογίας Ακτών.

Στο πλαίσιο των μαθημάτων για την απόκτηση του Διπλώματος ειδίκευσης οι μεταπτυχιακοί φοιτητές στα δύο πρώτα εξάμηνα παρακολουθούν τα εξής μαθήματα:

  • Θαλάσσια Γεωλογία και ο εφαρμογές της σε περιβαλλοντικά θέματα και θαλάσσια έργα.
  • Περιβαλλοντική Ωκεανογραφία και Θαλάσσια Ρύπανση
  • Περιβαλλοντικές Μεταβολές κατά το Τεταρτογενές: Παλαιο-ωκεανογραφία-Παλαιοοικολογία-Παλαιοκλιματολογία
  • Εφαρμογές μεθόδων στατιστικής ανάλυσης στις επιστήμες της γης.

Στα δύο τελευταία εξάμηνα οι μεταπτυχιακοί φοιτητές διενεργούν έρευνα και εκπονούν διατριβής σε μία από τις ανωτέρω ειδικότητες.

Ονοματεπώνυμο Έτος Τίτλος Διατριβής
Στέφανος Παπαζησίμου 2002 Γένεση και εξέλιξη των παράκτιων λιγνιτικών κοιτασμάτων Δυτικής Πελοποννήσου
Αντώνης Μπουζίνος 2004 Το λιγνιτικό κοίτασμα Αλμυρού (Ν. Μαγνησίας): Γένεση, εξέλιξη και δυνατότητες αξιοποίησής του
Σταύρος Καλαϊτζίδης 2007 Τυρφογένεση και εξελικτική πορεία τυρφώνων στην Ελλάδα
Αδαμαντία Χατζηαποστόλου 2009 Γεωλογικές-εδαφολογικές παράμετροι της αποξηραμένης λίμνης Μουριάς (Ν. Ηλείας) ως παράγοντες για τον καθορισμό κριτηρίων εφαρμογής αποκατάστασης και αειφορικής διαχείρισης υγροτόπων
Γιώργος Σιαβάλας 2013 Η μελέτη των στερεών ρύπων που διασπείρονται σε εδάφη και ιζήματα σε σχέση με τα κοιτασματολογικά χαρακτηριστικά των ενεργειακά αξιοποιούμενων συμβατικών καυσίμων
Riza Görkem Oskay 2015 Genesis, evolution and economic significance of the northern and eastern parts of Karapinar-Ayranci coal deposit, South-Central Turkey
Ανδριάνα Γιαννούλη   Περιβαλλοντικά φιλικές τεχνολογικές εφαρμογές Ελληνικών λιγνιτών και τυρφών: αξιολόγηση ως προς την ικανότητα παραγωγής εδαφοβελτιωτικών και οργανοχουμικών λιπασμάτων

 

  Επώνυμο Όνομα Έτος Τίτλος
1 Παυλόπουλος Νικόλαος 1995 Η συμβολή της Γεωφυσικής στον εντοπισμό αρχαιοτήτων
2 Στεφανόπουλος Παναγιώτης 2001 Η συμβολή της Γεωφυσικής με την κατακόρυφη ηλεκτρική απεικόνιση στην επίλυση Γεωαρχαιολογικών & Περιβαλλοντικών προβλημάτων
3 Παπαιωάννου Μαρίνα 2002 Η χρήση της Γεωφυσικής στην ανίχνευση υπόγειων δομών σε αστικό περιβάλλον
4 Dogan Meliha 2004 The contribution of Geophysics in location of Prehistoric settlements in Greece
5 Πολυμενάκος Λάζαρος 2006 Η συμβολή της ηχητικής τομογραφίας σε γεωαρχαιολογικούς σχηματισμούς
6 Φαρμάκη Σοφία   Γεωμυθολογία της Πελοποννήσοου
7 Μητροπέτρου Ελένη   Γεωμυθολογία του Αιγαίου

 

Από το 1989 το Εργαστήριο Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας συμμετέχει στο διαπανεπιστημιακό πρόγραμμα Θαλάσσιας Γεωλογίας "Mercator" στα πλαίσια του προγράμματος "ERASMUS" της Ευρωπαϊκής Ένωσης με άλλα 11 εργαστήρια Θαλάσσιας Γεωλογίας των πανεπιστημίων: Ghent (Βέλγιο), Bangor (Βρετανία), Brest (Γαλλία), Paris IV (Γαλλία), Kiel (Γερμανία), Aarchus (Δανία), Galway (Ιρλανδία), Barcelona (Ισπανία), Bologna (Ιταλία), Utrecht (Ολλανδία) και Bergen (Νορβηγία).

  • Στην Πάτρα το 1991 ένα προπτυχιακού/μεταπτυχιακού επιπέδου εντατικό σεμινάριο 13 ημερών στη Θαλάσσια Γεωλογία με τίτλο "Μετακινήσεις υποθαλασσίων πρανών"
  • Στο Bangor (Βρετανία) το 1992 ένα προπτυχιακού/μεταπτυχιακού επιπέδου σεμινάριο 13 ημερών με θέμα "Μεθοδολογία και νέες εξελίξεις στις Θαλάσσιες γεωπιστήμες".
  • Στη Majorca (Ισπανία) το 1993 ένα προπτυχιακού/μεταπτυχιακου επιπέδου εντατικό σεμινάριο 13 ημερών με θέμα "Γεωλογικές διεργασίες στην υφαλοκρηπίδα".

Στα πλαίσια του προγράμματος MAST (Marine Science and Technology) και του European Institute for Advanced Studies in Oceanography

  • Συμμετείχε το 1991 σε ένα μεταπτυχιακού επιπέδου εντατικό σεμινάριο 20 ημερών στο Bordeaux της Γαλλίας με θέμα "Coastal and Shelf Sediment Dynamics".
  • Διοργάνωσε το 1993 στην Κρήτη ένα μεταπτυχιακού επιπέδου εντατικό σεμινάριο 20 ημερών με θέμα "Θαλάσσια Γεωλογία και η Εφαρμογή της σε Επίκαιρα Περιβαλλοντικά Θέματα".
  • Στα πλαίσια του προγράμματος TRED-MAR της UNESCO και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (E.S.F) το εργαστήριο συμμετέχει το 1992 και 1993 στο πρώτο Ευρωπαϊκό Πλωτό Πανεπιστήμιο στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.
  • Στα πλαίσια του προγράμματος ERASMUS πέντε έλληνες φοιτητές επισκέφθηκαν τα προαναφερθέντα Πανεπιστήμια για συνολική χρονική διάρκεια 24 μηνών ενώ 10 ξένοι φοιτητές εκ των οποίων 3 μεταπτυχιακοί έχουν επισκεφθεί το εργαστήριο μας για συνολική διάρκεια 51 μηνών

Μελέτη των αβιοτικών και βιοτικών παραμέτρων της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς με σκοπό τον επαναπλημμυρισμό της,

Εισαγωγή

Εισαγωγή

Η περιοχή της Λίμνης Μουριάς βρίσκεται στη Δυτική Πελοπόννησο, περίπου5 km Δ.ΝΔ του πολεοδομικού συγκροτήματος Πύργου (Νομός Ηλείας). Η λίμνη καταλάμβανε παλιότερα έκταση περίπου 6.500 στρεμμάτων. Σχηματίστηκε πίσω από αμμώδεις φραγμούς (θίνες) Ολοκαινικής ηλικίας, με ταυτόχρονη εισροή γλυκού νερού από μικροχειμάρρους και από την υπερχείλιση του Αλφειού ποταμού, όπως επίσης και αλμυρού νερού που εισερχόταν σε αυτήν από ένα στόμιο επικοινωνίας (μπούκα) με τη θάλασσα. Η αλιευτική παραγωγή της λίμνης, σημαντική κυρίως σε χέλια και κέφαλους, ήταν πολύ σημαντική με αποτέλεσμα η τοπική κοινωνία να ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την αλιεία.

Η Λίμνη Μουριά αποστραγγίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, λόγω των αυξημένων αναγκών για καλλιεργήσιμες εκτάσεις, αλλά και λόγω της εξάπλωσης της ελονοσίας, που οφειλόταν στους πληθυσμούς κουνουπιών, τα οποία φώλιαζαν σε καλαμιώνες παρόχθιων περιοχών της λίμνης.

Σήμερα η αποξηραμένη περιοχή χρησιμοποιείται για καλλιέργεια, βόσκηση και – δυστυχώς – για ανεξέλεγκτη απόρριψη οικοδομικών μπάζων και σκουπιδιών. Κυρίως το τελευταίο συμβάλλει στην οπτική αλλοίωση και αισθητική υποβάθμιση του τοπίου, ενώ επίσης εγκυμονεί πολλούς περιβαλλοντικούς κινδύνους. Πρέπει ακόμη να αναφερθεί η πλήρης καταστροφή του οικοσυστήματος των θινών, εξαιτίας της εκτεταμένης αυθαίρετης δόμησης της παράκτιας ζώνης.

Aπόρριψη οικοδομικών μπάζων και σκουπιδιών

Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκε μια έρευνα περιβαλλοντικών παραμέτρων και προϋποθέσεων επαναπλημμυρισμού της Λίμνης Μουριάς (Γεωργιάδης κ.ά., 1998). Κατά την έρευνα αυτή έγινε εκτίμηση του φυσικού δυναμικού και επεξεργασία των σημαντικότερων τεχνικο-οικονομικών και οικολογικών παραμέτρων της περιοχής. Επίσης έχει εξεταστεί η δυνατότητα ανάπτυξης ιχθυοκαλλιέργειας στην περίπτωση του επαναπλημμυρισμού, η περιβαλλοντική διαχείριση και η χωροταξική οργάνωση της ευρύτερης περιοχής, καθώς και οι επιπτώσεις παραποτάμιων δραστηριοτήτων στην ποιότητα των υδάτων του Αλφειού Ποταμού (Α.Τ.Ε., 1986; Γιαννόπουλος κ.ά., 1992; Ηλιοπούλου-Γεωργουδάκη, 1994). Παρόλα αυτά δεν έχει πραγματοποιηθεί μία ολοκληρωμένη μελέτη αποκατάστασης της λίμνης, αφού μέχρι σήμερα δεν έχουν μελετηθεί εκτενώς οι αβιοτικές παράμετροι, καθώς και η αλληλοσυσχέτισή τους με τις βιοτικές παραμέτρους, η γνώση των οποίων παίζει ουσιαστικό ρόλο στη σωστή διαχείριση και προστασία των υγροτοπικών οικοσυστημάτων.

Το συγκεκριμένο Ερευνητικό Έργο, που προτάθηκε από τα Τμήματα Γεωλογίας και Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών σε συνεργασία με την Αναπτυξιακή Δημοτική Επιχείρηση Πύργου, αφορά στην ανάπτυξη τεχνογνωσίας και εργαλείων διαχείρισης υγροτοπικών συστημάτων, καθώς και στην ανάπτυξη ενός μοντέλου ολικού επαναπλημμυρισμού της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς, το οποίο θα αποτελεί ταυτόχρονα μοχλό οικοτουριστικής ανάπτυξης της περιοχής.


Βιβλιογραφία

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, 1986. Διερευνητική Έκθεση για τη δυνατότητα ανάπτυξης ιχθυοκαλλιέργειας στην πρώην λίμνη Μουριά-Πύργου N. Ηλείας (Αποφ. Διοικ. ΑΤΕ Αρ. 630/25.8.1986), Αθήνα.

Γιαννόπουλος, Π.Χ. και Τσιβόγλου, Ι., 1992. Επιπτώσεις παραποτάμιων δραστηριοτήτων στην ποιότητα των υδάτων του ποταμού Αλφειού. Πρακτικά 1ου Συνεδρίου της ΕΕΔΥΠ, Αθήνα. σελ.197-203.

Γεωργιάδης, Θ., Γιαννόπουλος, Π., Κασπίρης, Π., Τηνιακός, Λ., Δημητρέλλος, Γ., Θεοχαρόπουλος, Μ. και Παπανδρόπουλος, Δ., 1998. Έρευνα περιβαλλοντικών παραμέτρων και προϋποθέσεων επαναπλημμυρισμού της πρώην Λίμνης Μουριάς Ν. Ηλείας. Πανεπιστήμιο Πατρών και Ηλειακή Α.Ε., Πάτρα, 196 σελ.

Ηλιοπούλου-Γεωργουδάκη,Ι., 1994. Περιβαλλοντική διαχείριση και χωροταξική οργάνωση της περιοχής της λίμνης Φράγματος Πηνειού Ηλείας

Αντικείμενο-Στόχος του Ερευνητικού Έργου

Αντικείμενο-Στόχος του Ερευνητικού Έργου

Αντικείμενο του ερευνητικού έργου είναι η μελέτη των αβιοτικών (ιζήματα/εδάφη, νερά) και βιοτικών παραμέτρων (φυτά, βλάστηση) της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς (Νομός Ηλείας) ως εργαλείων ορθολογικού, πιλοτικού επαναπλημμυρισμού τμήματος της πρώην λίμνης.

Η ερευνητική προσπάθεια έχει δύο διακριτούς στόχους:

α) Ανάπτυξη τεχνογνωσίας και εργαλείων διαχείρισης υγροτοπικών συστημάτων, καθώς σε πρώτη φάση επιχειρείται η κατανόηση των οικολογικών παραμέτρων, που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την εξέλιξη των υγροτοπικών συστημάτων και στη συνέχεια εφαρμόζεται πιλοτικός επαναπλημμυρισμός μικρού τμήματος της παλιάς λίμνης, κατά τη διάρκεια του οποίου θα παρακολουθείται (monitoring) η μεταβολή αυτών των παραμέτρων.

β) Ανάπτυξη ενός μοντέλου αειφορικής διαχείρισης του συγκεκριμένου υγροτοπικού συστήματος, το οποίο θα αποτελεί ταυτόχρονα μοχλό οικοτουριστικής ανάπτυξης της περιοχής.

Δομή και Περιγραφή του Ερευνητικού Έργου

Δομή και Περιγραφή του Ερευνητικού Έργου

Το ερευνητικό έργο απαρτίζεται από τρεις διδακτορικές διατριβές, οι οποίες είναι οι εξής:

1) Γεωλογικές-εδαφολογικές παράμετροι της αποξηραμένης λίμνης Μουριάς (Ν. Ηλείας) ως παράγοντες για τον καθορισμό κριτηρίων εφαρμογής αποκατάστασης και αειφορικής διαχείρισης υγροτόπων.

2) Υδρογεωλογικές-υδροχημικές παράμετροι της αποξηραμένης λίμνης Μουριάς (Ν. Ηλείας) ως παράγοντες για τον καθορισμό κριτηρίων εφαρμογής αποκατάστασης και αειφορικής διαχείρισης υγροτόπων.

3) Οικολογία των τύπων οικοτόπων της βλάστησης της λίμνης Μουριάς (Ν. Ηλείας)

Σχήμα 1

Περιγραφή των κατασκευών

Περιγραφή των κατασκευών

Η πιλοτική λίμνη που πρόσφατα κατασκευάστηκε, βρίσκεται στο ΝΑ άκρο της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς και καταλαμβάνει έκταση περίπου 5 στρεμμάτων.

Χάρτης αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς

Σκοπός της μερικής αποκατάστασης της πρώην Λίμνης Μουριάς είναι τόσο η αισθητική αναβάθμιση του τοπίου, όσο και κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί λόγοι.

Κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί λόγοι απαιτούν την αισθητική αναβάθμιση του τοπίου

Ο σχεδιασμός της πιλοτικής λίμνης έγινε έτσι, ώστε η νέα λίμνη να εξυπηρετεί εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, ενώ η κατασκευή παρατηρητηρίου και δρόμου πεζοπορίας θα ενισχύσει την επισκεψιμότητα της περιοχής.

Το σχέδιο της πιλοτικής λίμνης περιλαμβάνει:

  • Τη ζώνη εισόδου
  • Τις ζώνες μεγάλου βάθους
  • Τα νησάκια
  • Τη ζώνη των πρανών
  • Τη ζώνη των μακροφύτων
  • Τη ζώνη εξόδου
  • Τη ζώνη πεζοπορίας
Σχέδιο της πιλοτικής λίμνης

Σχέδιο της πιλοτικής λίμνης

Τα νησάκια

Τα νησάκια

Τη ζώνη των πρανών

Τη ζώνη των πρανών

Τη ζώνη των μακρόφυτων

Τη ζώνη των μακρόφυτων

Τη ζώνη εξόδου

Τη ζώνη εξόδου

Η λίμνη τροφοδοτείται το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου με όμβρια ύδατα, ενώ κατά τη θερινή περίοδο που η στάθμη της λίμνης πέφτει, συμπληρώνεται νερό μέσω ενός σωλήνα, ο οποίος συνδέεται με το δίκτυο άρδευσης της περιοχής, έτσι ώστε να είναι ελεγχόμενη η εισροή του στο νέο υγρότοπο. Στη ζώνη εισόδου έχει ήδη κατασκευαστεί η πρώτη ζώνη μεγάλου βάθους (1,5 mβάθος από την επιφάνεια), με πρανή πολύ ήπιας κλίσης (33%). Τα πρανή θα καλύπτονται από κροκάλες (riprap δομή), έτσι ώστε να προστατεύονται από τη διάβρωση. Το ύψος του νερού στη ζώνη αυτή δεν θα ξεπερνά το1 m.

Η δεύτερη ζώνη μεγάλου βάθους κατασκευάστηκε σε απόσταση περίπου 22 m από τη ζώνη εξόδου, με πρανή ήπιας κλίσης (33%) και σε βάθος 1,5 m από την επιφάνεια. Το ύψος του νερού στη ζώνη αυτή δεν θα ξεπερνά το 1 m. Μέσα στη ζώνη αυτή έχει κατασκευαστεί ένα νησάκι, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η πρόσβαση για δειγματοληψία και παρακολούθηση.

Επίσης σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν ακόμα δύο νησίδες με ήπιες κλίσεις πρανών (33%), μέσα στη ζώνη των μακροφύτων. Η παρουσία νησιών στους αποκατεστημένους ή νέους υγρότοπους ενισχύει τον στροβιλισμό των υδάτων, με αποτέλεσμα την αποφυγή στάσιμων νερών και την εξέλιξη ευτροφισμού, παρέχοντας τη δυνατότητα ανάπτυξης ποικίλων φυτοκοινωνιών.

Η ζώνη των πρανών κατασκευάστηκε από ήπιας κλίσης πρανή (33%). Πραγματοποιήθηκε επίστρωση των πρανών με άργιλο, η οποία στη συνέχεια συμπυκνώθηκε με χρήση οδοστρωτήρα, ώστε να εξασφαλιστεί η στεγανότητά τους. Η άργιλος προήλθε από τον αργιλικό ορίζοντα, που βρίσκεται σε βάθος περίπου1 m από την επιφάνεια, έχει πάχος περίπου1,5 mκαι εμφανίζεται σε όλη την περιοχή της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς. Ένα λεπτό στρώμα από πλούσια σε οργανικό υλικό ιζήματα (εδαφικός σχηματισμός) κάλυψε τα πρανή, προκειμένου να επισπευτεί η ανάπτυξη των φυτών.

Η ζώνη των μακροφύτων αποτελεί το μεγαλύτερο τμήμα της νέας λίμνης, έχει βάθος1 mκαι το νερό έχει βάθος60 cmπερίπου. Ο πυθμένας της ζώνης αυτής καλύφθηκε με άργιλο, όπου κρίθηκε αναγκαίο, η οποία συμπυκνώθηκε κατάλληλα και στη συνέχεια ο πυθμένας διαμορφώθηκε με μικρή κλίση προς την έξοδο του νερού.

Στη ζώνη εξόδου κατασκευάστηκε ένα μικρό φράγμα μήκους περίπου4 m, ύψους περίπου60 cm, με πρανή ήπιας κλίσης. Για την προστασία από υπερχείλιση κατά τη χειμερινή περίοδο, κατασκευάστηκε στο σημείο εξόδου του νερού από το φράγμα ένα κανάλι μήκους περίπου100 m και βάθους 50 cm, το οποίο οδηγεί τα νερά της υπερχείλισης σε ένα από τα αποστραγγιστικά κανάλια της περιοχής της πρώην Λίμνης Μουριάς.

Περιμετρικά της πιλοτικής λίμνης θα κατασκευαστεί ζώνη πεζοπορίας πλάτους περίπου2 m, έτσι ώστε οι επισκέπτες να απολαμβάνουν περιπάτους, ενώ η κατασκευή παρατηρητηρίου θα τους δώσει τη δυνατότητα για παρακολούθηση πουλιών, που ήδη έχουν αρχίσει να επισκέπτονται την περιοχή.

Οφέλη από το Ερευνητικό Έργο

Οφέλη από το Ερευνητικό Έργο

Τα αποτελέσματα του Ερευνητικού Έργου θα βοηθήσουν στην κατανόηση των βασικών ιδιοτήτων και λειτουργιών του πρώην υγροτοπικού συστήματος της Μουριάς, έτσι ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί στη συνέχεια ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αποκατάστασης και διαχείρισης. Η ανάλυση-εκτίμηση των λειτουργιών, όταν εφαρμόζεται σε αποξηραμένους υγρότοπους, αποδεικνύεται αποτελεσματικό εργαλείο για την αποκάλυψη παλαιότερων σφαλμάτων κατά τη διαχείριση των υδατικών και εδαφικών πόρων, όπως και για την αποφυγή μελλοντικών σφαλμάτων κατά τον σχεδιασμό αποκατάστασης υγροτόπων με βάση την αειφορία φυσικών λειτουργιών. Η τεχνογνωσία που θα αποκτηθεί και το μοντέλο διαχείρισης θα αποτελέσουν οδηγό για εφαρμογή παρόμοιων ερευνητικών έργων σε ανάλογες υποβαθμισμένες περιοχές του Ελληνικού χώρου.

Ο επαναπλημμυρισμός και γενικότερα η αποκατάσταση της περιοχής πρέπει να γίνεται πάντα προς όφελος της τοπικής κοινωνίας, αλλά και του περιβάλλοντος. Τα οφέλη που θα προκύψουν είναι τόσο περιβαλλοντικά, όσο και κοινωνικοοικονομικά. Θα δημιουργηθούν κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη της βλάστησης, καθώς και της πανίδας (αποδημητικά και ενδημικά πουλιά, ερπετά, αμφίβια κ.ά.). Η ανάπτυξη τόπων διατήρησης της φύσης, όπου ενθαρρύνονται οι επισκέψεις οικοτουριστών, θα βοηθούσε στη βελτίωση της εικόνας της περιοχής, καθώς και στην αναζωογόνηση της τοπικής οικονομίας. Επίσης ο υγρότοπος θα μπορούσε να συμβάλει στην απορρύπανση της περιοχής από τοξικά στοιχεία, που προέρχονται από τις τοπικές βιομηχανίες/βιοτεχνίες, τα αστικά λύματα, καθώς και τα λιπάσματα και φυτοφάρμακα.

Συνεργαζόμενοι φορείς

Συνεργαζόμενοι φορείς

Συνεργαζόμενοι φορείς στο Έργο αυτό είναι το Πανεπιστήμιο Πατρών και η Αναπτυξιακή Δημοτική Επιχείρηση Πύργου.

Από το Πανεπιστήμιο Πατρών συμμετέχουν ερευνητικές ομάδες των Τμημάτων Γεωλογίας και Βιολογίας με Επιστημονικό Υπεύθυνο του Έργου τον Καθηγητή του Τμήματος Γεωλογίας κ. Κίμωνα Χρηστάνη. Ως Έμπειροι Ερευνητές στο Έργο συμμετέχουν:

ο κ. Νικόλαος Λαμπράκης, Καθηγητής του Τμήματος Γεωλογίας,

ο κ. Θεόδωρος Γεωργιάδης, Καθηγητής του Τμήματος Βιολογίας,

η κ. Αργυρώ Λιβανίου-Τηνιακού, Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Βιολογίας,

η κ. Ευανθία Παπαστεργιάδου, Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Βιολογίας,

η κ. Jutta Zeitz, Καθηγήτρια και Διευθύντρια της Έδρας Εδαφολογίας του Τμήματος Αγροτικής Μηχανικής του Πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου. Νέοι ερευνητές/Υποψήφιοι Διδάκτορες που συμμετέχουν στο έργο είναι οι Γεωλόγοι κ. Αδαμαντία Χατζηαποστόλου και κ. Ηλίας Καραπάνος, καθώς και η Βιολόγος κ. Παναγιώτα Καράγιαννη. Ακόμη στην υλοποίηση του Έργου συμμετείχαν ως Τεχνικό Επιστημονικό προσωπικό ο Δρ. Αντώνης Μπουζίνος και ο Δρ. Σταύρος Καλαϊτζίδης. Πολύ σημαντική συνεισφορά και συμμετοχή στον σχεδιασμό και την κατασκευή της πιλοτικής λίμνης είχε ο κ. Παναγιώτης Γιαννόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Χρηματοδότηση

Χρηματοδότηση

Το όλο Έργο χρηματοδοτήθηκε κατά 80% από Δημόσια Δαπάνη και κατά 20% από Ιδιωτικό Φορέα.

Η Δημόσια Δαπάνη προήλθε από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) στα πλαίσια του Μέτρου 8.3 του Ε.Π. Ανταγωνιστικότητα – Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, μέσω του Προγράμματος Ενίσχυσης Νέου Ερευνητικού Δυναμικού (ΠΕΝΕΔ) 2003. Τα κονδύλια του ΠΕΝΕΔ προέρχονται από συγχρηματοδότηση κατά:

80% από την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση – Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο,

20% από το Ελληνικό Δημόσιο – Υπουργείο Ανάπτυξης – Γενική Γραμματεία ΄Ερευνας και Τεχνολογίας.

Ιδιωτικός Φορέας είναι η Αναπτυξιακή Δημοτική Επιχείρηση Πύργου (ΑΔΕΠ).

1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002 2004 2005

 

1988

1

Γεωφυσικές έρευνες για υδρογεωλογικούς σκοπούς στην περιοχή της Ιεράπετρας, με χρήση ηλεκτρικής διασκόπησης και της τεχνικής Sclumberger (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής - ΙΓΜΕ)

2

Γεωφυσικές έρευνες για Αρχαιολογικούς σκοπούς στην περιοχή της Αρχαίας Τριταίας. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής - ΣΤ’ Εφορεία Πατρών

 

1989

1

Γεωφυσικές έρευνες για εντοπισμό Αρχαίων κτισμάτων στην περιοχή της Αρχαίας Τριταίας. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής - ΣΤ’ Εφορεία Πατρών

 

1990

1

Γεωφυσικές έρευνες για εντοπισμό Αρχαίων κτισμάτων στην περιοχή Μαντινείας. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής)

 

1991

1

Γεωφυσικές έρευνες για εντοπισμό Αρχαίων κτισμάτων στην περιοχή Κνωσού της νήσου Κρήτης. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -University of Cambridge)

2

Γεωφυσικές έρευνες για εντοπισμό Αρχαίων κτισμάτων στον Πάνακτο Βοιωτίας. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -University of Stanford)

3

Γεωφυσικές έρευνες με σκοπό τον εντοπισμό γεωλογικών ασυνεχειών στην περιοχή του Λαυρίου. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής)

 

1992

1

Γεωφυσικές έρευνες για εντοπισμό της υποτιθέμενης Διώρυγας του Ξέρξη στην Ανατολική Χαλκιδική. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -University of Leeds)

2

Γεωφυσικές έρευνες για εντοπισμό Αρχαίων κτισμάτων στην περιοχή Σπάρτης. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή, Αθηνών)

 

1993

1

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή Νικολαίϊκων και Ριζόμυλου για εντοπισμό της Αρχαίας Ελίκης στον Νομό Αχαΐας. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Smisthonian Ιnstitution,USA)

2

Γεωφυσικές έρευνες για εντοπισμό Αρχαίων υπε-δαφικών στόχων στην περιοχή του Ν. Κόσμου Αθηνών. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Αττικό Μετρό)

 

1994

1

Γεωφυσικές έρευνες για εντοπισμό της Αρχαίας Ελίκης στην περιοχή Ριζόμυλος του Νομού Αχαΐας. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Smisthonian Institution,USA)

2

Γεωφυσικές έρευνες για εντοπισμό αρχαίων κτισμάτων στο Σταυρό της Ιθάκης. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)

3

Γεωφυσικές έρευνες για εντοπισμό Αρχαιοτήτων στην περιοχή Θεολόγος της Ρόδου. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)

 

1995

1

Γεωφυσικές έρευνες για εντοπισμό της Αρχαίας Ελίκης στον Ριζόμυλο του Νομού Αχαΐας. (Πανεπιστήμιο Πατρών Smisthonian Institution,USA)

2

Γεωφυσικές έρευνες για λόγους θεμελιώσεως στο μουσείο HERMITAGE της Αγίας Πετρούπολης στην Ρωσία. (Παν/μιο Πατρών - Μουσείο HERMITAGE)

3

Γεωφυσικές έρευνες στο σπήλαιο Περιστέρι στο Κουκλέσι Ιωαννίνων για εντοπισμό ανθρωπολογικών ευρημάτων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Πανεπιστήμιο Θράκης)

4

Γεωφυσικές έρευνες στα Καλύβια Λαγονησίου για εντοπισμό Αρχαιοτήτων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Β’ Εφορεία Αρχαιοτήτων)

 

1996

1

Γεωφυσικές έρευνες στα Καλύβια Λαγονησίου για εντοπισμό Αρχαιoτήτων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Β’ Εφορεία Αρχαιοτήτων)

2

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή Αθηνών για εντοπισμό αρχαιοτήτων και γεωλογικών ασυνεχειών. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Μετρό)

1

Γεωφυσικές έρευνες στο UKOK της Σιβηρίας για εντοπισμό αρχαιοτήτων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Ιδρυμα Εθνογραφίας και Ανθρωπολογίας της Σιβηρίας)

2

Γεωφυσικές έρευνες στο Μουσείο Hermitage της Αγίας Πετρούπολης στην Ρωσσία. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Μουσείο Hermitage)

3

Γεωφυσικές έρευνες στην Αμφίπολη Καβάλας για εντοπισμό αρχαιοτήτων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -ΙΗ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασσικών Αρχαιοτήτων)

4

Γεωφυσικές έρευνες στην Αγία Θεοδώρα του Βάστα στην Μεγαλόπολη για λόγους θεμελιώσεως. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Υπουργείο Πολιτισμού)

5

Γεωφυσικές έρευνες στην Νέα Ρόδα Χαλκιδικής για εντοπισμό του καναλιού του Βασιληά Ξέρξη. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -University of Leeds)

 

1997

1

Γεωφυσικές έρευνες στο παλαιό Χρηματιστήριο για εντοπισμό ασυνεχειών. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής - Χρηματιστήριο)

2

Γεωφυσικές έρευνες στην Αμφίπολη Καβάλας για εντοπισμό αρχαιολογικών ευρημάτων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -ΙΗ Εφορεία Κλασσικών και Προιστορικών Αρχαιοτήτων)

3

Γεωφυσικές έρευνες στο σπήλαιο Περιστέρι του Κουκλεσίου Ιωαννίνων με σκοπό τον εντοπισμό ανθρωπολογικών ευρημάτων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Πανεπιστήμιο Θράκης)

4

Γεωφυσικές έρευνες στο Μουσείο Ηρακλείου με σκοπό τον εντοπισμό αρχαιολογικών ευρημάτων και γεωλογικών ασυνεχειών.(Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Μουσείο Ηρακλείου)

 

1998

1

Γεωφυσικές έρευνες στην Αλεχάνδρεια της Αιγύπτου με σκοπό τον εντοπισμό αρχαιολογικών ευρημάτων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Υπουργείο Πολιτισμού Αιγύπτου)

 

1999

1

Γεωφυσικές έρευνες στην Μονή Δαφνίου στην Αθήνα με σκοπό τον εντοπισμό γεωλογικών ασυνεχειών. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Υπουργείο Πολιτισμού)

2

Γεωφυσικές έρευνες στον Ιερό Ναό Α. Σοφίας στην Ανδραβίδα με σκοπό τον εντοπισμό γεωλογικών ασυνεχειών. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής)

 

2000

1

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή Λεύκα Πατρών για υδρογεωλογικούς σκοπούς. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής –Εργαστήριο Υδρογεωλογίας)

2

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή του Αιγίου-Διακοφτού για εντοπισμό γεωλογικών ασυνεχειών. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής)

3

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή Κερί Ζακύνθου για εντοπισμό γεωλογικών ασυνεχειών. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής –Εργαστήριο Ενεργειακών πρώτων Υλών)

4

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή Μαγούλα Νομού Ηλείας για εντοπισμό γεωλογικών ασυνεχειών. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής –Εργαστήριο Ενεργειακών πρώτων Υλών)

 

2001

1

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή του Αιγίου για εντοπισμό γεωλογικών ασυνεχειών. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής)

2

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή Λεύκα Πατρών για υδρογεωλογικούς σκοπούς. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής –Εργαστήριο Υδρογεωλογίας)

3

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή Ριζόμυλος Αιγίου για εντοπισμό της Αρχαίας Ελίκης. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής)

4

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή του Αιγίου για εντοπισμό γεωλογικών ασυνεχειών. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής)

 

2002

1

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή Λεύκα Πατρών για υδρογεωλογικούς σκοπούς. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής –Εργαστήριο Υδρογεωλογίας)

2

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή της Αρχαίας Ασέας στην Τρίπολη για εντοπισμό υπεδαφικών αρχαιολογικών κτισμάτων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Σουηδική Αρχαιολογική Σχολή )

3

Γεωφυσικές έρευνες στο Παλαμάρι της Σκύρου για εντοπισμό υπεδαφικών αρχαιολογικών κτισμάτων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής -Γ’ ΕΠΚΑ Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων)

 

2004

1

Γεωφυσικές έρευνες στο σπήλαιο Λεοντάρι του Νομού Αττικής με σκοπό τον εντοπισμό ανθρωπογενούς δραστηριότητας (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής - Πανεπιστήμιο Αθηνών)

2

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή των Μυκηνών για εντοπισμό και χαρτογράφηση υπεδαφικών αρχαιολογικών στόχων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής - University of Philadelphia)

 

2005

1

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή των Μυκηνών για εντοπισμό και χαρτογράφηση υπεδαφικών αρχαιολογικών στόχων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής - University of Philadelphia)

2

Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή των Ανωγείων Κρήτης για εντοπισμό και χαρτογράφηση υπεδαφικών αρχαιολογικών στόχων. (Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Γεωφυσικής - University of Heidelberg)

 

 Επιστημονικός Εξοπλισμόςτου Εργαστηρίου Γεωφυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών

 

Το Εργαστήριο Γεωφυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών διαθέτει πλούσιο επιστημονικό εξοπλισμό που καλύπτει την εκτέλεση γεωφυσικών διασκοπήσεων για μεγάλο αριθμό εφαρμογών. Συγκεκριμένα διαθέτει:

 

Η διασκόπηση με γεωραντάρ αποτελεί μια μη καταστροφική μέθοδο εντοπισμού υπόγειων διεπιφανειών, που βασίζεται στην εκπομπή και λήψη υψίσυχνων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (10-10000 MHz) με κατάλληλο εξοπλισμό στην επιφάνεια της Γης. Το ηλεκτρομαγνητικό σήμα διαδίδεται στο υπέδαφος, ανακλάται και διαθλάται στις επιφάνειες που διαχωρίζουν υλικά με διαφορετική ηλεκτρική αγωγιμότητα και διαπερατότητα και το ανακλώμενο προς την επιφάνεια ποσοστό του εκπεμπόμενου κύματος καταγράφεται και αξιολογείται. Με τον τρόπο αυτόν διερευνάται το υπέδαφος για την ύπαρξη θαμμένων αρχαιοτήτων, εγκοίλων ή άλλων κοιλοτήτων και ρωγμών, διαρροών αποβλήτων κ.α.

Το γεωραντάρ του Εργαστηρίου Γεωφυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών διαθέτει δυο κεραίες εκπομπής και λήψης του ηλεκτρομαγνητικού σήματος για την κάλυψη μεγαλύτερου εύρους εφαρμογών. Η κεραία των 400MHz χρησιμοποιείται για βάθος διερεύνησης έως 4m και είναι κατάλληλη για αρχαιομετρικές εφαρμογές και για τον εντοπισμό και τη χαρτογράφηση δικτύων (υπόγειες σωληνώσεις, αγωγούς) και εγκοίλων. Η κεραία των 900MHz είναι αποτελεσματικότερη στη διερεύνηση ρηχών στόχων, δηλαδή στόχων σε βάθος έως περίπου 1m. Χρησιμο-ποιείται κατά κύριο λόγο για τον μη καταστροφικό έλεγχο σκυροδέματος και την εκτίμηση του πάχους του, όπως και για τον εντοπισμό ρηχών αγωγών και εγκοίλων.

 

Ο εξοπλισμός είναι κατάλληλος για την ηλεκτρική χαρτογράφηση περιοχών, η οποία βασίζεται στην εισαγωγή στο υπέδαφος, μέσω ηλεκτροδίων, ηλεκτρικού ρεύματος και τη μέτρηση της διαφοράς δυναμικού μέσω άλλων ηλεκτροδίων. Οι μετρήσεις της διαφοράς δυναμικού ανάγονται σε μετρήσεις της ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης του υπεδάφους, οι μεταβολές της οποίας υποδεικνύουν διαφοροποίηση του υπεδάφιου υλικού. Με τον τρόπο αυτόν εντοπίζονται στόχοι όπως διεπιφάνειες μεταξύ διαφορετικών γεωλογικών σχηματισμών, υδροφόροι ορίζοντες, θαμμένες αρχαιότητες, διαρροές αποβλήτων κ.α., συμβάλλοντας σε πλήθος γεωλογικών, γεωτεχνικών, αρχαιολογικών και περιβαλλοντολογικών μελετών. Το βάθος διείσδυσης των διασκοπήσεων εξαρτάται από το μήκος του αναπτύγματος των ηλεκτροδίων, τα οποία τοποθετούνται σε διάταξη στην επιφάνεια της Γης, οπότε η συγκεκριμένη μέθοδος έχει τη δυνατότητα να διερευνήσει σημαντικά μεγάλα βάθη εφόσον το επιτρέπουν οι επιφανειακές συνθήκες (δυνατότητα ανάπτυξης μεγάλου μήκους καλωδίου και διάταξης των ηλεκτροδίων). Με τη χρήση της μεθόδου της ηλεκτρικής τομογραφίας και κατάλληλη επεξεργασία των δεδομένων, υπάρχει η δυνατότητα της τρισδιάστατης απεικόνισης της κατανομής της ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης στο υπέδαφος, παρέχοντας έτσι καλύτερη αναπαράσταση της γεωμετρίας των υπεδάφιων στόχων. 

 

  • Πολυσυχνοτικό - Γεωαγωγιμόμετρο (Ηλεκτρομαγνητικό) τύπουProfiler EMP-400 https://www.geophysical. com/products/profiler-emp-400

Πρόκειται για εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για την ταυτόχρονη μέτρηση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας και της μαγνητικής επιδεκτικότητας του υπεδάφους. Σε σύγκριση με την κλασική μέθοδο ηλεκτρικής διασκόπησης, οι μετρήσεις με το ηλεκτρομαγνητικό αγωγιμόμετρο γίνονται χωρίς τη χρήση ηλεκτροδίων και την άμεση επαφή με το έδαφος. Αυτό διευκολύνει τη διεξαγωγή μετρήσεων με σχεδόν οποιεσδήποτε επιφανειακές συνθήκες (πάνω από στρώμα πάγου, πάνω από άσφαλτο κ.α.) και σε διαφορετικά γεωλογικά περιβάλλοντα, ενώ παράλληλα επιτρέπει την ταχύτερη λήψη μετρήσεων. Ο διαθέσιμος εξοπλισμός είναι πολυσυχνοτικός, δηλαδή επιτρέπει τη λήψη μετρήσεων σε ευρύ φάσμα συχνοτήτων και τη μετέπειτα απομόνωση, μέσω κατάλληλης επεξεργασίας των δεδομένων, του συχνοτικού εύρους που εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες της εκάστοτε εφαρμογής. Η διασκόπηση με το γεωαγωγιμόμετρο βρίσκει εφαρμογές στη γεωλογική χαρτογράφηση, την αρχαιομετρία, την υδρογεωλογία κ.λπ. Τα βάθη διερεύνησης εξαρτώνται από το έδαφος και τη συχνότητα διερεύνησης, αλλά η συνηθέστερη χρήση του αφορά κατά κύριο λόγο στόχους έως το βάθος των 5 m.

 

To σύστημα διαθέτει 24 κανάλια και παρέχει τη δυνατότητα διεξαγωγής διαφόρων σεισμικών διασκοπήσεων (διάθλασης, ανάκλασης, MASW) με μέγιστη απόσταση γεωφώνων τα 10 m. Είναι κατάλληλο για μετρήσεις που αφορούν στην έρευνα πετρελαίου, στον προσδιορισμό της δομής του υπεδάφους, στον γεωτεχνικό χαρακτηρισμό των εδαφών, σε υδρολογικές και γεωτεχνικές μελέτες, στον προσδιορισμό του βάθους του γεωτεχνικού υποβάθρου κ.α. Είναι κατάλληλο για τη συλλογή δεδομένων που αφορούν τόσο τη ρήχη, όσο και τη βαθύτερη δομή.

 

  • Διάφορους Σεισμογράφους/Επιταχυνσιογράφους

Ο επιστημονικός εξοπλισμός περιλαμβάνει σεισμογράφους και επιταχυνσιογράφους διαφόρων τύπων που χρησιμοποιούνται για την εγκατάσταση τοπικών δικτύων για στοχευμένες ερευνητικές δράσεις (παρακολούθηση σεισμικών ακολουθιών, πιθανής επαγόμενης σεισμικότητας από την πλήρωση φραγμάτων, λήψη σεισμικών καταγραφών σε τεχνικά έργα μεγάλης σπουδαιότητας για τη μελέτη της απόκρισής τους, ενοργάνωση κτηρίων, τροφοδοσία συστημάτων έγκαιρης ειδοποίησης για σεισμό κ.α.) και σε μεμονωμένες, προσωρινές ή μη εγκαταστάσεις για πλήθος άλλων εφαρμογών (προσδιορισμός βάθους γεωτεχνικού υποβάθρου, μελέτες κατηγοριοποίησης εδαφών, μελέτες κατολισθήσεων κ.α.).

 

  • Μαγνητόμετρα πρωτονίων (Geometrics G-857) και Κεσίου (Geometrics G-864)

Το Εργαστήριο Γεωφυσικής διαθέτει δυο από τα πλέον σύγχρονα μαγνητόμετρα, ένα πρωτονιακό (Geometrics G-857) για λειτουργία σταθμού βάσης και ένα Κεσίου (Geometrics G-864) για την πραγματοποίηση μετρήσεων ολικού πεδίου. Η μέθοδος της μαγνητικής διασκόπησης είναι μια ακόμα μη καταστροφική μέθοδος, η οποία στοχεύει στην ανίχνευση τοπικών μεταβολών της μαγνήτισης του υπεδάφους μέσω της μέτρησης και καταγραφής χαρακτηριστικών τιμών του μαγνητικού πεδίου στην επιφάνεια της Γης. Οι τοπικές μεταβολές της μαγνήτισης του υπεδάφους υποδεικνύουν την ύπαρξη υλικού με διαφορετική μαγνητική επιδεκτικότητα ή παραμένουσα (μόνιμη) μαγνήτιση σε σχέση με το περιβάλλον υλικό. Πιθανοί «στόχοι» της μαγνητικής διασκόπησης σε ένα περιβάλλον όπου αναμένονται αρχαιολογικά ευρύματα είναι οι εστίες καύσης (π.χ. κλίβανοι κεραμοποιίας), οι αρχιτεκτονικές δομές (τοίχοι οικισμών, λιθόστρωτοι δρόμοι, τάφροι) και οι συγκεντρώσεις οργανικού υλικού. Εκτός από αρχαιομετρικές εφαρμογές, η μέθοδος της μαγνητικής διασκόπησης χρησιμοποιείται ευρύτατα για τον εντοπισμό και τη χαρτογράφηση μεταλλοφόρων κοιτασμάτων και γενικότερα για τον προσδιορισμό της δομής του υπεδάφους.

  • Διάταξη αισθητήρων για τον γρήγορο χαρακτηρισμό της ρηχής δομής του υπεδάφους 

 

α/α Ονοματεπώνυμο Έτος Τίτλος Διατριβής
1 Γ.Παπαθεοδώρου   Διεργασίες Σύγχρονης ιζηματογένεσης στον Κορινθιακό κόλπο
2 Π. Αχιλεόπουλος   Παλίρροιες σε κόλπους και στενά Δυτικής Ελλάδας¨(α) Πατραϊκός κόλπος και (β) Δίαυλος Λευκάδας
3 Ν. Κάστανος   Μελέτη Θαλάσσιων στροβίλων και κλυκλοφορίας μέσης κλίμακας στο Στενό του Οτράντο
4 Β. Λυκούσης   Σεισμικός Χαρακτήρας-Γεωτεχνικές ιδιότητες- Ισορροπία υποθαλασσίων πρανών των προδελταϊκών αποθέσεων των ποταμών Πείρου, Εύηνου, Μόρνου και Πηνειού
5 Ι. Ζαχαρίας   Μελέτη της κυκλοφορίας των υδάτων σε λίμνες: Εφαρμογή στη λίμνη Τριχωνίδα
6 Θ. Χασιώτης   Σεισμική διασκόπηση και γεωτεχνικές συνθήκες υποθαλασσίων πρανών σε σεισμοτεκτονικές ζώνες του Ελληνικού χώρου
7 Γ. Γκιώνης   Βραχυπρόσθεσμες/Μακροπορόθεσμες μορφολογικές μεταβολές της ακτής σε σχέση με το κυματικό καθεστώς. Εφαρμογή στον Κυπαρισσιακό κόλπο
8 Μ. Γεραγά   Παλαιοωκεανογραφικές και παλαιοκλιματολογικές μεταβολές στο Ν-Δικό Αιγαίο κατά το Τεταρτογενές. Σχηματισμός των σαπροπηλών
9 Α. Στεφάτος   Μελέτη ιζηματογενών διεργασιών και τεκτονικών δομών στον Κορινθιακό κόλπο, με τη χρήση γεωφυσικών μεθόδων
10 Α. Χάλαρη   Παλαιογεωγραφική ανάπλαση της παράκτιας ζώνης της Αλεξάνδρειας (Αιγύπτου) με έμφαση τον εντοπισμό και ανάδειξη του υποθαλάσσιου πολιτισμικού πλούτου
11 Δ.Χριστοδούλου   Γεωφυσική, Ιζηματολογική μελέτη - τηλεμετρική παρακολούθηση ενεργών πεδίων κρατήρων διαφυγής αερίων υδρογονανθράκων σε σεισμογενείς περιοχές
12 Μ.Χαραλαμπάκης   Ωκεανογραφικές και Γεωπεριβαλλοντικές συνθήκες στην παράκτια ζώνη του Κορινθιακού και του Πατραϊκού Κόλπου, με τη χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών
13 Μ. Ιατρού   Ωκεανογραφικές – Γεωμορφολογικές έρευνες στον Κεντρικό Κορινθιακό Κόλπο σε σχέση με τις διεργασίες διασποράς μεταλλευτικών απόβλήτων (ερυθράς ιλύς)

 

Στέφανος Παπαζησίμου | Διδάκτορας |  Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών

Στέφανος Παπαζησίμου

Βαθμός: Διδάκτορας
Τομέας: Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών
|  stpapaz_at_gmail.com

Αντώνης Μπουζίνος | Διδάκτορας |  Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών

Αντώνης Μπουζίνος

Βαθμός: Διδάκτορας
Τομέας: Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών
|  antbouzinos_at_gmail.com

Αδαμαντία Χατζηαποστόλου | Διδάκτορας |  Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών

Αδαμαντία Χατζηαποστόλου

Βαθμός: Διδάκτορας
Τομέας: Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών
|  achatzia_at_gmail.com

Γιώργος Σιαβάλας | Διδάκτορας |  Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών

Γιώργος Σιαβάλας

Βαθμός: Διδάκτορας
Τομέας: Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών
|  georgios.siavalas_at_shell.com

Riza Görkem Oskay | Διδάκτορας |  Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών

Riza Görkem Oskay

Βαθμός: Διδάκτορας
Τομέας: Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών
|  oskay_at_upatras.gr

Ανδριάνα Γιαννούλη | Υποψήφια Διδάκτορας |  Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών

Ανδριάνα Γιαννούλη

Βαθμός: Υποψήφια Διδάκτορας
Τομέας: Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών
|  A.Giannouli_at_upatras.gr

1977 1978 1980 1981 1982 1983 1985 1986 1987 1988 1990 1991 1993 1994 1995 1996 1997 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 2009 2010 2012

1977

1 Papamarinopoulos,St.P., (1977). Coring techniques. The Makereth corer. Proceedings of the Vi Colloquum on the Aegean Region. Athens, VII , pp.387-394.
2 Papamarinopoulos,St.P., (1977). Normalization attempt of the NRM intensity of the sediments of Lake Begoritis ( Greece ) Proceedings of the VI Colloquium on the Aegean region. Athens, VII 395-405.

 

1978

1 Kopper,J.S., and Papamarinopoulos,St.P.,(1978). Human Evolution and Geomagnetism. Journal of Field Archaeology. Vol.5, pp.443-452.
2 Munro, M.A.R., and Papamarinopoulos,St.P.,(1978). The investigation of an unusual magnetic anomaly by combined magnetimeter and soil susceptibitly surveys. Proceedings of the 18th International Symposium on Archaeometry and Archaeological Prospection.14-17 March, Bonn,Rheinland-Verlag , pp.675-680.

 

1980

1 Παπαμαρινόπουλος,Στ.Π.,(1980). Μαγνητικές διασκοπήσεις από το διάστημα. Πρακτικά Β’ Πανελληνίου Συνεδρίου Φυσικής. Μυτιλήνη,18-21 Σεπτεβρίου. σ.31.
2 Παπαμαρινόπουλος, Στ.Π., (1980). Μαγνητικές διασκοπήσεις για την ανίχνευση και τον εντοπισμό αρχαίων ναών. Πρακτικά Συνεδρίου Φυσικής . Μυτιλήνη,18-21 Σεπτεμβρίου. σ.286.

 

1981

1 Creer,K.M., Readman,P.W., and Papamarinopoulos,St.P.,(1981). Geomagnetic secular variations in Greece through the last 6000 years obtained from lake sediments studies.Geophys.J.R. ast.Soc., 66, 193-219.

 

1982

1 Papamarinopoulos, St.P., Readman, P.W. Maniatis,Y., and Simopoulos, A., (1982). Magnetic characterization and Mossbauer spectroscopy of magnetic concentrates from Greek lake sediments. Earth and Planetary Science Letters, 57, pp.173-181.
2 Lyberis,N., Chorowitcz,Jean, and Papamarinopoulos,St.P., (1982). La paeofaille transformant du Kastaniotikos ( Grece ) : teledetection, donnes de terrain et geophysiques. Bull. Soc. geol.France, (7), t.XXIV, no 1, pp.73-85.

 

1983

1 Papamarinopoulos, St.P., (1983). Magnetics, magnetic susceptibilty studies and magnetic rocks. Minaral Wealth. 23, pp. 7-22.
2 Papamarinopoulos, St.P., and Creer, K.M., (1983). The Palaeomagnetism of Cave sediments. Chapter 4.7. from the book “ Geomagnetism of Baked Clays and Recent Sediments., Creer,K.M., Tucholka, P., and Barton, C.E. ( Eds ), Elsevier, pp. 243-249.
3 Παπαμαρινοπουλος, Στ.Π.,, (1983), Παλαιομαγνητική χρονολόγηση ιζημάτων σπηλαίων.ΟΙ δυνατότητες. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τα προβλήματα των διευθετημένων σπηλαίων. Αθήνα, σ.169-175.

 

1985

1 Papamarinopoulos, St.P., Tsokas, G.N. and Williams,H., (1985). Magnetic and electric measurements on the island of Lesbos and the detection of buried ancient relics.Geoexploration, 23, pp.483-490.

 

1986

1 Papamarinopoulos,St.P.,Tsokas, G.N., and Williams,H.,(1986). Electric resistance measurements and magnetic mapping of the archaeological relics on the cstle of Mytilene. Bolletino Di Geophysica Teorica Ed Applicata. vol xxvill. N 111-112.pp.299-309.

 

1987

1 Papamarinopoulos,St.P.,Readman,P.W.,Maniatis,Y., and Simopoulos,A., (1987). Paleomagnetic and mineral magnetic studies of sediments from Petralona cave,Greece. Archaeometry,29, i.pp.50-59.
2 Papamarinopoulos,St.P.,(1987). Geomagnetic intensity measurements from Byzantine vases in the period between 300 and 1650 yr.A.D. J.Geomagn.Geoelectri.,39,pp. 261-270.

 

1988

1 Papamarinopoulos,St.P.,and Tsokas,G.,(1988). Geophysical studies in East Crete and the detection of ancient relics at Kavousi,Greece. Proceedings of the International Symposium. Engineering Geology of Ancient Works, Monuments and Historical Sites, Athens, Marinos and Koukis ( Eds) Balkema , Rotterdam.pp. 1137-1141.
2 Papamarinopoulos, St.P. and Stamou,Th ,(1988)., Geophysical studies on the Wets Crete and the detection of a harbour inland at Falasarna. Proceedings of the International symposium. Engineering Geology of ancient works . Monuments and historical Sites, Athens, Marinos and Koukis (Eds), Balkema, Rotterdam, pp. 1079-1083.
3 Papamarinopoulos, St.P.,Jones,R.E., and Williams,H., (1988). Electric Resistance Survey of the Southern Part of the buried Ancient Town of Stymphalos. Geoexploration , 25, pp. 255-261.
4 Papamarinopoulos,St.P.,(1988). Geomagnetic intensity measurements from northern Greece and their comparison with other data from central and N.Eastern Europe for the period 0-2000 yr. AD. Proceedings of the Symposium Secular Solar and Geomagnetic Variations in the Last 10,000 Years, Stephenson and Wolfendale (Eds), Durham, Kluwer Academic Publishers. pp. 437-442.

 

1990

1 Papamarinopoulos,St.P., Jones,R.E., and Gagalis,A., (1990). Geophysical prospection at archaeological sites in Greece : A new initiative. Proceedings of the International Symposium in Archaeometry,Heidelberg, Birkhauser Verlag Basel.pp. 777-786.

 

1991

1 Papapamarinopoulos, St.P., Readman,P.W., Maniatis, Y., and Simopoulos, A., (1991), Paleomagnetic and mineral magnetic studies of sediment from Ball’s Cavern, Schorie, U.S.A. Earth and Planetary Science Letters,102,pp. 198-212.

 

1993

1 Papamarinopoulos, St.P., Tsokas, G.N., Lakaki, M., and Savopoulou, Th., (1993). Advanced Geophysical Processing of Field data and Practical Results. Geophysical Exploration of Archaeological Sites,. Series : Theory and Practice of Applied Geophysics. Vogel and Tsokas ( Eds ), Vieweg Publishing, Wiesbaden. pp.149-157.
2 Papamarinopoulos, St.P., Sarris, A, and Pavlopoulos, N., (1993). The geophysical Signature of an ancient Avenue. Geophysical Exploration of Archaeological Sites. Series : Theory and Practice of Applied Geophysics. Vogel and Tsokas (Eds), Vieweg Publishing, Wiesbaden.pp.198-212.
3 Papamarinopoulos, St.P., Sarris,A., and Pavlopoulos,N,. (1993), The Geophysical signature of an ancient avenue. Series : Theory and Practice of Applied Geophysics, Vieweg Publishing, Wiesbaden, Vogel and Tsokas ( Eds) pp. 198-212.

 

1994

1 Isserlin, B.S.J.,Jones,R.E., Papamarinopoulos, St.P., and Uren,J., (1994), The canal of Xerxis on the mount Athos Peninsula : Preliminary Investgations. The annual British School at Athens V 89, pp. 277-284.
2 Papamarinopoulos, St.P., and Papaioannou,M.G., (1994), Geophysical investigations with the georadar in the middle of Athens at Syntagma square, and the discovery of the subterranean river Eridanos. Proceedings of the 5th international conference on the ground penetrating radar. 12-16 June, Kitsener, Ontario, pp. 569-576.
3 Atzemoglou,A.,Kondopoulou,D.,Papamarinopoulos,St.,Dimitriadis, S., (1994). Palaeomagnetic evidence for block rotations in the western Greek Rhodope, Geophys. J. Int., 118, pp. 221-230
4 Papamarinopoulos,St.P.and Papaioannou, M.G.,(1994). Geophysical Investigations in the middle of Athens at Syntagma Square and the Discovery of the Subterranean River Eridanos, International Conference on ground penetrating radar. GPR ‘94 , 12-16 June. Kitchener, Ontario.Canada. pp.569-576.

 

1995

1 Papamarinopoulos, St. P., Papaioannou, M.G., Stefanopoulos, P.& Bafitis, X.,(1995), The geophysical discovery of a second world war battlefield in central Crete during construction activities by a building company. The solution to a major environmental problem. International Symposium in Environmental Geophysics. SAGEEP’ 95, April 23-25,Orlando, Florida, USA.pp.375-385.
2 Papamarinopoulos, St. P., Papaioannou, M.G., Kapopoulos, X. & Balatsas, J., (1995) Multiple geophysical studies at the urban central environment of Athens in connection with the construction of the Metro’s main station, Proceedings of the International Symposium in Environmental Geophysics, SAGEEP’95, 23-26 April, Orlando, Florida, USA. pp.159-169.

 

1996

1 Tsokas,G.N., and Papamarinopoulos,St.P.,(1996, The dynamic use of the geophysical results in the archaeological search and the applicability of the non-parametric detectors. A discussion based on the investigation of the island of Pseira ( Eastern Crete ).Proceedings of the 2nd Sympsium of the Hellenic Archaeometrical Society, 26-28 March, The ssaloniki ,pp. 395-411.
2 Isserlin,B.S.J., Jones, R.E., Papamarinopoulos, St.P.,Syridis,G.E., Maniatis,Y., Facorellis,G., and Uren,J., (1996. The Canal of Xerxes investigations 1993-1994. The annual British School at Athens V.91, pp.329-339.
3 Papamarinopoulos,St.P., McCoy,F, Papaioanou,M and Bafitis,X.,(1996. Geophysical Studies in the site of Acrotiri in Santorini. Proceedings of the 3ed Symposium of the Hellenic Archaeometrical Society, Athens.
4 Papaioannou,M.G., Papamarinopoulos,St and Stefanopoulos,P.,(1996. Geophysical studies in the Hermitage Museum, the Char’s former winter palace, in St.Petersburg. Proceedings of the 6th International Conference on ground penetrating radar. GPR ’96, September 30-October 3,Sendai,Japan, pp101-106.
5 Παπαμαρινόπουλος, Στ.Π, McCoy,F., Papaioannou,M.G., and Bafitis, X.,(1996). Γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή ακρωτηρίου στη Σαντορίνη. Πρακτικά 3ου Συμποσίου της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας, Αθήνα, 6-10 Νοεμβρίου.
 

1997

1 Karastathis, V., and Papamarinopoulos,St.P.,(1997). The detection of King Xerxe’s Canal by the use of shallow reflection and refraction seismics. Preliminary results. Geophysical Prospecting, 45, pp.389-401
2 Papamarinopoulos,St.P.,Papaioannou,M.G. and Stephanopoulos,P. (1997). New geological evidence in the center of Athens using the georadar. Proceedings of the International Symposium, Engineering Geology and the Environment . Athens. 23-27 June. Koukis and Marinos (Eds), Balkema , Rotterdam, pp.1425-1431
3 Papamarinopoulos,St.P., Papaioannou.G.M., Stephanopoulos,P., and Bartsokas,A. (1997). Geophysical studies at Kouklesi village in Northen Greece.Proceedings of the International Symposium, Engineering and the Environment. Athens. 23-27 June. Koukis and Marinos (Eds) Balkema., Rotterdam, pp. 2997-3002
4 Papamarinopoulos,St.P.,Stephanopoulos,P., and Papaioannou,M. (1997). Geophysical investigations in search of ancient Heliki and the protection of the archaeological site versus the rapid building expasion..Proceedings of the International Symposium, Engineering and the Environment , Engineering and the Environment. Athens.23-27 June. Koukis and Marinos (Eds),Balkema., Rotterdam, pp. 3229-3235
5 Karastathis,V.K. and Papamarinopoulos,St.P. ,(1997). The detection of King Xerxes’ Canal by the use of shallow refrection and refraction seismics-Preliminary results.Geophysical Prospecting ,45,pp.389-401.

 

2000

1 R.E. Jones,B.SJ.Insserlin, V.Karastathis, S.P.Papamarinopopulos, G.E. Syrides, J.Uren, I Balatsas, CH. Kapopoulos, Y. Maniatis, G. Facorellis ,(2000). Exploration of the Canal of Xrexes, Northren Greece : the Role of Geophysical and other Techinques, Archaeological Prospection 7, 147-170

 

2001

1 V.K.Karastathis, S. Papamarinopoulos, R.E. Jones, (2001). 2-D velocity of the buried ancient canal of Xerxes: an application of seismic methods in archaeology, Journal of Applied Geophysics 47, 29-43.
2 Σαρρής, Α., Μαραγκού, Λ. Γαβαλάς, Γ., Παπαχριστοδούλου, Ι., Γεωργιλά, Κ., Κόκκινου, Ε., Δημητρίου, Ε., & Στεφανόπουλος Π., «Μεγάλης Κλίμακας Γεωφυσικές Διασκοπήσεις στην ευρύτερη περιοχή του Ερεθυμίου Απόλλωνος στο χωριό Θεολόγος Ρόδου», Αρχαιομετρικές Μελέτες για την Ελληνική προϊστορία και Αρχαιότητα, επ. Επιμέλεια : Ι. Μπασιάκος, Ε. Αλούπη & Γ. Φακορέλλης, Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρεία & Εταιρεία Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών, σελ. 185-196, Αθήνα, 2001.

 

2002

1 Maltezou F., Stefanopoulos P.(2002). Aeromagnetic modelling of a compressional contact between the Ionian and preApulianzones,IonianIslands,Greece, JOURNAL OF THE BALKAN GEOPHYSICAL SOCIETY, Vol. 6, No. 4, November, 2003, p. 202 - 208

 

2003

1 St. Papamarinopoulos, A. Liosis, L.Polymenakos, P. Stephanopoulos and K. Limnaeou-Papakosta (2003). In Search of the Royal Ptolemaic Cemetery in Central Alexandria, Egypt-The first Contact, Archaeological Prospection,10,193-211
2 Στ.Π.Παπαμαρινόπουλος. (2003) Η ευνοϊκή επίδραση του Ελληνικού αλφαβήτου στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η αναλυτική σκέψη .Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου οργανωθέντος από το Ινστιτούτο Διεθνούς Συνεργασίας Ελλήνων Επιστημόνων. Θεσσαλονίκη, Εκδότης Καθηγητής Γρηγόρης Τσόκας. Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,σελίδες 44.
3 Isserlin, B. S.J.,Jones, R.E., Karastathis, V., Papamarinopoulos, S. P., Syrides, G. E., Uren , J. (2003). The canal of xerxes : Summary of investigations 1991-2001. Annual of the British School at Athens 98, pp.369-381 + xvii-xix

 

2004

1 Polymenakos L, Papamarinopoulos SP, Liossis A and C Koukouli-Chryssanthaki. (2004). Investigation of a monumental Macedonian tumulus by three-dimensional seismic tomography. Archaeological Prospection 11: 145-158; doi:10.1002/arp.228
2 Polymenakos L, Papamarinopoulos SP, Miltiadou A and N Charkiolakis. (2004). Investigation of the foundations of a Byzantine church by three-dimensional seismic tomography. Applied Geophysics, 57, 2: 81-93, doi:10.1016/j.jappgeop.2004.08.004

 

2005

1 Polymenakos, L. and S. Papamarinopoulos, 2005. Εxploring a prehistoric site for human structures by three dimensional seismic tomography. Archaeol. Prospect., 12, 221-233.
2 Polymenakos,L., Papamarinopoulos,S., Miltiadou, A., Chalkiolakis, N., (2005). Investigation of the foundations of a Byzantine church by three dimensional seismic tomography. Journal of applied geophysics, pp.81-93

 

2006

1 Polymenakos, L., Tweeton, D. and S. Papamarinopoulos, (2006). Velocity anisotropy in seismic travel time tomography: a case study from the investigation of the foundation of a Byzantine monumental building. Geophysical Prospecting, 54, 1-14.
2 Dogan , M., Papamarinopoulos, S. (2006). Exploration of the helenistic forticifation complex at Asea using a multigeophysical prospection approach. Archaeological Prospection, pp. 1-9

 

2007

1 Polymenakos, L. and S. Papamarinopoulos, (2007). Using seismic traveltime tomography in geoarchaeological exploration: the case of Chatby cemeteries site in Alexandria, Egypt, Near Surface Geophysics, 5, 209-219.
2 Papamrinopoulos, St. P. (2007c). A Bronze Age catastrophe in the Atlantic Ocean? Proceedings of the International Conference: The Atlantis Hypothesis: searching for a lost land, Melos island 11-13 July 2005 (in print).
3 Papamarinopoulos, St.P. and Cosegian, Ch. (2007). The ritual of the bull in “Atlantis” and its basic parallel in Iberia. Proceedings of the International Conference: The Atlantis Hypothesis: searching for a lost land, Melos island 11-13 July 2005 pp
4 Papamarinopoulos, St.P. (2007a). The memory of a comet during the Trojan war. Proceedings of the present symposium. Homer, Science and Technology. Ancient Olympia, (2006). Editor: St .A. Paipetis.

 

2008

1 M. G. Papaioannou, S.P. Papamarinopoulos and P. Stefanopoulos (2008). Geophysical Research at Syntagma Square, Athens – Relationship to Geology and Ancient Texts, Proceedings of the 4th Symposium of the Hellenic Society for Archaeometry, National Hellenic Research Foundation, Athens 28-31 Μay 2003, pp. 85-88
2 St. P. Papamarinopoulos, P. Stefanopoulos, M. G. Papaioannou, N. Charkiolakis and Ch. Vacliotis (2008). The Geophysical Research at the Church of St. Theodora at Vasta Megalopolis, Greece, Proceedings of the 4th Symposium of the Hellenic Society for Archaeometry, National Hellenic Research Foundation, Athens 28-31 Μay 2003, pp. 99-106.
3 B.S.J. Isserlin, M.Arvanitis, R.E. Jones, V. karastathis, S.P. Papamarinopoulos, P. Stephanopoulos, G.Syrides and J. Uren (2008). The Xanal of Xerxes in Northern Greece: Fact or Fiction? Recent Geophysical and Geoarchaeological Investigations, Proceedings of the 4th Symposium of the Hellenic Society for Archaeometry, National Hellenic Research Foundation, Athens 28-31 Μay 2003, p 59-64.
4 M. Dogan, St. P. Papamarinopoulos and P. Stefanopoulos (2008). Prospecting of the City Wall at the Asea Prehistoric Site (Greece). Using Geoelectric and GPR Techniques. Proceedings of the 4th Symposium of the Hellenic Society for Archaeometry, National Hellenic Research Foundation, Athens 28-31 Μay 2003, pp 129-140.

 

2009

1

Dimitrios Frydas & Panayiotis Stefanopoulos (2009). A new occurance of siliceous microfossils of Neogene deposits of the city of Heraklion Crete, Greece, pp. 171-179, Band 10, Berliner palaobigische Abhandkumgen, Berlin 2009

 

2010

1 Papamarinopoulos, St.P. (2010). Understanding Santorini’s prehistoric past. Proceedings of Santorini’s chronology. In Pasiphae, Editor, Fabrizio Serra, Pisa-Roma, p.p. 53-66
2 Papamarinopoulos, St.P. (2010). Heracles versus Geryones. Proceedings in Quantavolution. Challenges to conventional Science. Dedicated to Professor Alfred De Grazia on his 90 th birthday, Editor: Ian Presman, Publisher: Knowledge Computing, p.p. 363-386.
3 Papamarinopoulos S.P.(2010). Part I: Plato science and mythology, pp. 105-107, Πρακτικά 12ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, Τόμος XLIII, No1, Πλανήτης ΓΗ: Γεωλογικές Διεργασίες Και Βιώσιμη Ανάπτυξη, Πάτρα 2010
4 Papamarinopoulos S.P.(2010). Part II: The case of prehistoric Athens, pp. 108-117, Πρακτικά 12ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, Τόμος XLIII, No1, Πλανήτης ΓΗ: Γεωλογικές Διεργασίες Και Βιώσιμη Ανάπτυξη,Πάτρα 2010
5 Papamarinopoulos S.P.(2010). Part III: Removing the misunderstandings, pp. 118-125, Πρακτικά 12ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, Τόμος XLIII, No1, Πλανήτης ΓΗ: Γεωλογικές Διεργασίες Και Βιώσιμη Ανάπτυξη,Πάτρα 2010
6 Papamarinopoulos S.P.(2010). Part IV: The concentric city and its geological significance, pp. 126-137, Πρακτικά 12ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, Τόμος XLIII, No1, Πλανήτης ΓΗ: Γεωλογικές Διεργασίες Και Βιώσιμη Ανάπτυξη, Πάτρα 2010
7 Papamarinopoulos S.P. (2010).Part V: Atlantis’ location, pp. 138-146, Πρακτικά 12ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, Τόμος XLIII, No1, Πλανήτης ΓΗ: Γεωλογικές Διεργασίες Και Βιώσιμη Ανάπτυξη, Πάτρα 2010
8 Papamarinopoulos S.P.(2010). Part VI: The end of Atlantis, pp.147-158, Πρακτικά 12ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, Τόμος XLIII, No1, Πλανήτης ΓΗ: Γεωλογικές Διεργασίες Και Βιώσιμη Ανάπτυξη, Πάτρα 2010

 

2012

1 St. P. Papamarinopoulos, P. G. Stephanopoulos, M. G. Papaioannou, N. Polosmak, O. Volcova (2012) Searching for “Indo-europeans” in central Asia , pp. 57-70, Πρακτικά 5 ου Συμποσίου Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας, Επιστημονική Επιμέλεια Ν. Ζαχαριάς, Μ. Γεωργακοπούλου, Κ. Πολυκρέτη, Γ. Φακορέλλης, Θ. Βάκουλης, Εκδόσεις Παπαζήση 2012
2 M. G. Papaioannou, St. P. Papamarinopoulos, P. Stefanopoulos (2012) Geophysical investigation in the Hermitage Museum in St. Petersburg, , pp.117-126, Πρακτικά 5ου Συμποσίου Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας, Επιστημονική Επιμέλεια Ν. Ζαχαριάς, Μ. Γεωργακοπούλου, Κ. Πολυκρέτη, Γ. Φακορέλλης, Θ. Βάκουλης, Εκδόσεις Παπαζήση 2012
3 P. G. Stefanopoulos, St. P. Papamarinopoulos, X. Bafitis, L. Polymenakos, S. Van Der Leew (2012). Integrated geophysical prospecting in North France, pp.127-136, Πρακτικά 5ου Συμποσίου Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας, Επιστημονική Επιμέλεια Ν. Ζαχαριάς, Μ. Γεωργακοπούλου, Κ. Πολυκρέτη, Γ. Φακορέλλης, Θ. Βάκουλης, Εκδόσεις Παπαζήση 2012